Προς Θεού, όχι γκαζόν!
Τελευταία έγραψα στους bostanistas για ένα γεύμα ανοιξιάτικο al fresco και ανάρτησα μια φωτογραφία του τραπεζιού στη βεράντα με τη γλυσίνα να κρέμεται απ' την πέργκολα και τη θάλασσα στο βάθος. Μέχρι εδώ καλά. Το πρόβλημα για μένα δημιουργήθηκε σε μια συνάντηση αμέσως μετά, όταν κάποιος με όλη την καλή θέληση παίνεσε τη θέα του κήπου με το γκαζόν...
Γκαζόν; Τρελλάθηκα! Όχι μόνο μισώ το γκαζόν (ακόμα και τη λέξη), όχι μόνο το θεωρώ αισθητικά εντελώς αταίριαστο με το ελληνικό τοπίο αλλά πιστεύω ότι με τη σπατάλη πολύτιμου νερού και την κατάχρηση βλαβερών χημικών που απαιτεί, κάνει μεγάλη ζημιά στο περιβάλλον. Φαντάζεστε λοιπόν τη φρίκη μου όταν συνειδητοποίησα την παρεξήγηση που είχε δημιουργηθεί με τη θέα του πράσινου ανοιξιάτικου λιβαδιού μπροστά στη βεράντα μου. Για να μην συνεχιστεί λοιπόν η παρερμηνεία αυτής της φωτογραφίας, θα σας μιλήσω για το λιβάδι μου.
Είναι σχετικά επίπεδο και δεν έχει φυτευτεί ποτέ. Είναι γεμάτο από τα άγρια χόρτα και λουλούδια της περιοχής και το κόβουμε (στους 10 περίπου πόντους) με τη χορτοκοπτική μηχανή 3 ή 4 φορές τον χρόνο, ανάλογα με τη βροχόπτωση, αρχίζοντας τον Δεκέμβριο και τελειώνοντας τον Ιούνιο. Κατά τους χειμωνιάτικους και ανοιξιάτικους μήνες είναι καταπράσινο και πολύχρωμο με μια διαδοχή αγριολούλουδων.
Μετά το κούρεμα του Ιουνίου ξεραίνεται και αποκτά το γλυκό γνήσιο χρυσό της καλοκαιριάτικης ελληνικής εξοχής που τόσο απόλυτα ταιριάζει με το ασημί της ελιάς και της λυγαριάς, το σκουροπράσινο του κυπαρισσιού και τις αποχρώσεις της πέτρας. Με τα πρωτοβρόχια αρχίζει και αποκτά το τρυφερό φρέσκο χνούδι του φθινοπώρου. Δεν είναι ποτέ το ίδιο και δε χορταίνω να το κοιτάζω από τα παράθυρα και τη βεράντα, ως πρώτο μαγευτικό πλάνο ανάμεσα σε μας και τη θάλασσα.