Εκεί που κάποτε ήταν ο ελαιώνας
Κάποτε στην καρδιά της Αττικής και έξω από τα τείχη της Αρχαίας πόλης της Αθήνας ήταν ο ελαιώνας. Ένα στοιχείο της φύσης που έδινε στην Αθήνα ένα σημαντικό εισόδημα. Εκεί μέσα στον ελαιώνα ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Σωκράτης περιδιάβαιναν κάτω από τα δέντρα διδάσκοντας χωρίς πίεση, ηθική και φιλοσοφία. Οι Νεοέλληνες έκαναν τον ελαιώνα οικόπεδο. Τα πάντα μπορείς να βρεις εκεί που κάποτε ήταν ο ελαιώνας. Συνεργεία χωματουργικών μηχανημάτων, φαναρτζίδικα, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, βιοτεχνίες παράξενων ειδών, γύφτικες καλύβες, το Χρηματιστήριο και ένα σωρό άλλα πράγματα που με κάναν και ζαλίστηκα και ανάμεσα σε όλα αυτά σε ένα παράπλευρο δρόμο της οδού Πέτρου Ράλλη, την οδό Σαλαμινίας (ναι ναι ήταν και εκεί ο ελαιώνας) υπάρχει μια ταβέρνα. Μια ταβέρνα που σε λίγα χρόνια θα κλείσει 100 χρόνια ζωής. Ο Λελούδας. Την άνοιξε το 1928 ο παππούς Δημήτρης Λελούδας σαν μπακάλικο, μανάβικο, ψιλικατζίδικο, κρασοπουλειό, ταβερνάκι. Και από τότε μέσα στις δεκαετίες πορεύεται ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις της εποχής.
Δεκάδες βαρέλια γεμάτα κοκκινέλι και ρετσίνα. Το γιοματάρι από το κοκκινέλι άνοιξε ήδη. Γλυκόπιοτο τανικό κρασί, ελαφρύ να πίνεις και οι ρετσίνες θα ανοίξουν τον Δεκέμβρη, να κρυώσει καλά ο καιρός να ξελαμπικάρουν. Και αν το γουστάρετε το κρασάκι σε ένα μπουκάλι από νερό πάρτε το μαζί σας. Θα σας πω και για το φαγητό του Λελούδα μα πριν από αυτό θα σας πω κάτι άλλο.
Μπαίνεις στην ταβέρνα και νομίζεις ότι μπήκες στην τραπεζαρία του θείου σου. Αν πετάξεις μια φευγαλέα καλημέρα, θα πάρεις δεκάδες απαντήσεις. Υπάρχουν θαμώνες που μπαινοβγαίνουν εκεί για 20-30 χρόνια. Παλιοί φίλοι της οικογένειας Λελούδα. Όχι δεν μένουν στη γειτονιά, μένουν μακριά μα πάνε εκεί για την παρέα, το κρασί και καλό μεζέ. Γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους και οι κουβέντες τους είναι γλυκιές. Ο κύριος Γρηγόρης με κρεμασμένη μια καρδιά στο στήθος του αν δει ότι αργείτε να σερβιριστείτε θα σηκωθεί από το τραπέζι για να βοηθήσει στο σερβίρισμα. Άνετα θα πιάσετε κουβέντα με τον διπλανό σας χωρίς ίχνος πονηριάς και κακεντρέχειας. Ένα μικρό σχόλιο, ένα χαμόγελο, ένα εβίβα και η ανιδιοτέλεια της σχέσης χαλαρώνει τις ψυχές. Από την άλλη ο κύριος καθηγητής είναι έτοιμος να σας δώσει τη συμβουλή μια και έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο του πεζοδρομίου, όπως λέει ο ίδιος. Καλοντυμένος, σοβαρός θα σας συμβουλεύσει να καθαρίσετε τις σκέψεις σας.
Πιάσε ακόμα ένα μισόκιλο, μια και ήρθαν τα τραγανά κεφτεδάκια.
Δεν θες να φύγεις, μα ο Λελούδας κλείνει στις 17.30, δεν δουλεύει βράδυ, ούτε Κυριακή. Μα αν σχολάσετε κατά τις 15.30 η βελουδένια φάβα του, η πολίτικη λαχανοσαλάτα, τα κοκκινιστά γιουβαρλάκια, τα ιταλικά ραδίκια και ο τηγανητός γαύρος όχι μόνο θα σας χορτάσουν, αλλά θα γίνουν για σας τερψιλαρύγγια.
Σήμερα την ταβέρνα του Λελούδα την διαφεντεύει ο γιος Βασίλης και ο εγγονός Δημήτρης. Γοητευτικοί άνθρωποι, άνθρωποι που πορεύονται έχοντας το νου τους πάντοτε στο καλό. Αγαπημένος τους φίλος και συχνός θαμώνας ο πατέρας Μάξιμος, πνευματικός τους καθοδηγητής. Κανένας τους δεν είναι θρησκόληπτος, όμως έχουν στο νου τους τον θεό. Δεν ήξερα τον Λελούδα και δεν θα τον μάθαινα ποτέ αν δεν με πήγαινε εκεί ο αγαπημένος μου φίλος Αντρέας Σμαραγδής που ετοιμάζει ένα φωτογραφικό άλμπουμ για τον ελαιώνα. Μεγάλη χάρη του χρωστάω.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της περιρρέουσας φτώχιας και γκαντεμιάς ο Λελούδας είναι μια όαση ψυχής. Άλλωστε μην ξεχνάτε «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου».
Σκέπτομαι να το κάνω στέκι μου, τουλάχιστον όποτε μπορώ. Με το νου μου θα λέω ότι ο κυρ Βασίλης είναι ξάδελφός μου και ο Δημήτρης ανηψιός μου. Ναι θα ήθελα να ήμουν συγγενής τους, όπως θα ήθελα να είναι ξαδέλφες μου οι δύο κυρίες που διαφεντεύουν τα τηγάνια και τα τσουκάλια της κουζίνας. Κομψές, καθαρές, καλοχτενισμένες και πάνω απ’ όλα χαμογελαστές. Ονειρεύομαι μια φορά μέσα στο χειμώνα που έρχεται να πείσω τον κυρ Βασίλη να ανοίξει κάποιο βράδυ. Να φέρω μια λαϊκή ορχήστρα, αλλά και μια ορχήστρα τζαζ και μέσα από τις σελίδες του Protagon να καλέσω όλη την Αθήνα, να περνάει, να πίνει ένα ποτηράκι, να τρώει ένα κεφτεδάκι και να εύχεται ταχεία έξοδο από την γκαντεμιά. Να κάνω τον Βοτανικό να αναστενάξει.
Αξίζει εάν μπορείτε να πάτε μεσημέρι και κυρίως Σάββατο. Όλοι οι ώριμοι και οι ώριμες θα θυμηθείτε την παλιά σας γειτονιά, εκτός και αν μένατε στην Εκάλη.