Λευκά, στο φεγγαρόφωτο
Όπως είπε ο ποιητής «είτε βραδιάζει είτε φέγγει» μένουν λευκά (πολύ τον μελετάω τον Σεφέρη τελευταία) και όχι μόνο τα γιασεμιά. Υπάρχει μια ολόκληρη κατηγορία λευκών λουλουδιών που έτσι κι αρχίσει να νυχτώνει δηλώνουν την παρουσία τους, αποκτούν την ολοκληρωμένη τους ταυτότητα, όχι μόνο φέγγοντας μες το σκοτάδι αλλά και πλημμυρίζοντας τον κήπο με το άρωμά τους που είναι ιδιαίτερα γλυκό και χρησιμοποιείται δυσανάλογα πολύ στην αρωματοποιία. Το χιώτικο γιασεμί είναι το πιο οικείο σε μας, αλλά στον δικό μου κήπο αργεί ακόμα να ανθίσει. Σε καμμιά εβδομάδα θα ανοίξουν και τα φούλια, Jasminum sambac, το μονό αναρριχώμενο, και το πολύφυλλο μπουγαρίνι, ή αλλιώς «γκραντούκα» από την επιστημονική ονομασία Jasminum Sambac ‘Gran ducca di Toscana.’
Εδώ, στην Κέρκυρα, υπάρχει και «το άλλο φούλι», όπως είναι γνωστό. Σπανίζει πια όμως και βρίσκεται μόνο σε μερικές αυλές στα καντούνια της παλιάς πόλης. Αυτό που έχω εγώ μου το χάρισε ο φίλος μου ο Κωστάκης από μόσχευμα ενός αυτών των παλιών και το φυλάω σε γλάστρα στην ημίσκια ως κόρην οφθαλμού, γιατί το πρώτο που είχα αποκτήσει ξεράθηκε όταν μπήκε στο έδαφος.
Λέγεται Clerodendrum filippinum. Το δικό μου έχει ύψος περίπου ενάμισι μέτρο και πλατειά, μεγάλα, ανοιχτοπράσινα φύλλα. Ανθίζει σε ταξιανθίες εκπληκτικής ομορφιάς, 4 - 5 τη φορά. Καθεμία, στο μέγεθος μικρής γροθιάς, μοιάζει σαν νυφιάτικο μπουκέτο, ολοστρόγγυλο και συμμετρικό, από μικροσκοπικά άσπρα τριαντάφυλλα, το καθένα άψογη μινιατούρα. Τα μπουμπούκια κλειστά έχουν χρώμα ροζ και ακόμα και ανοιγμένα διατηρούν μια ιδέα ρόδινης απόχρωσης. Το άρωμα είναι λεπτό και γλυκό χωρίς να είναι γλυκερό και αιθέριο.
Υπήρχε παλιά (ίσως και ακόμα) ένα αρωματικό σαπούνι, από αυτά των γιαγιάδων μας, που λεγόταν «Cashmere Bouquet,» βασισμένο στο άρωμα αυτό. Εξάλλου μια από τις αγγλικές ονομασίας του φυτού είναι αυτή. Άλλη είναι «Glory Bower».
Όμως η φεγγαρόλουστη νύχτα έχει κι άλλες λευκές παρουσίες που μοσχοβολούν, όπως η μανόλια, το ψηλό δέντρο που είχε το μπόι μου πριν τριάντα εφτά χρόνια που μπήκε στο χώμα. Τα λουλούδια του, μεγάλα σαν πιάτα, κρατάνε μόνο ένα μερόνυχτο. Τη νύχτα η ευωδιά τους φτάνει μέχρι την καγκελόπορτα και με προϋπαντεί. Κοντεύει να τελειώσει η εποχή τους.
Τώρα πάνε να τελειώσουν και οι γαρδένιες... αυτές τις βάζω σε σφηνάκια και τις σκορπάω μέσα στο σπίτι.
Το μεγάλο χωνί της εποχικής ντατούρας, Datura metel, (που δεν πρέπει να συγχέεται με την Brugmansia που είναι θάμνος ή δεντράκι με λουλούδια κρεμαστά και όχι ευωδιαστά) ανοίγει μπροστά στα μάτια μας (5 λεπτά από μπουμπούκι σε ορθάνοιχτο) το σούρουπο και έχει μαραθεί μέχρι το μεσημέρι. Οι άμωμοι «κρίνοι της Παναγίας» φτάνουν κι αυτοι στο τέλος της εποχής τους.
Το νυχτολούλουδο με τα άφαντα, σχεδόν ασήμαντα, λουλουδάκια και τη μεθυστική ευωδιά, έντονη και γλυκιά μέχρι υπερβολής, το έχω πιο απομακρυσμένο και απομονωμένο γιατί εξουδετερώνει τις πιο διακριτικές ευωδιές. Μάλιστα ξέρω μερικούς που βρίσκουν τη μυρωδιά του ανυπόφορη.
Υπάρχουν και άλλα εξαίσια λευκά και αρωματικά, καθαρά τροπικά, όπως η Στεφανωτή και η Χόγια, που είχα σε γλάστρες αλλά δεν έχω πια. Τα σκότωναν οι παγωνιές και έπαψα να τα αντικαθιστώ. Όταν ένα φυτό παιδεύεται για να επιζήσει, είναι βάναυσο εκ μέρους μας να το πιέζουμε με το έτσι θέλω.