Μετά από γερό ξενύχτι: πατάτες πλουμιστές
Πάντα πίστευα πως οι πατάτες, αν ήταν δυσεύρετες, όπως το χαβιάρι, θα ήταν σίγουρα ακριβότερες από αυτό. Γνωρίζετε εσείς κανέναν που να μην τις τρώει; Δεν νομίζω... Και όμως, εγώ γνωρίζω: τη μαμά μου! Η κυρα-Αννούλα ούτε να ακούσει για πατάτες. Και τι; Όχι απλώς δεν ήθελε να ακούσει, αλλά την έπιανε πολεμικό μένος εναντίον τους: «Πατάτες για τις τεμπέλες που βαριούνται να καθαρίζουν χόρτα»!
Όσο ήμουν πιτσιρίκα δεν πολυέδινα σημασία. Ούτως ή άλλως στο φαγητό δεν είχα αδυναμία. Τότε ούτε στη μαμά μου είχα αδυναμία. Έτσι μεγάλωσα χωρίς τηγανητές πατάτες. Σπανίως τηγάνιζε καμιά μικρούλα πατατούλα, να την βάλει στο πλάι όταν μου έφτιαχνε αυγά μάτια - συνήθως όταν δεν προλάβαινε - έτσι, στα γρήγορα, και μετά καθόταν ξανά στο ράψιμο. Εκείνη δεν το εκτιμούσε αυτό το φαγάκι, αλλά εμένα... α, εμένα με άρεζε πολύ!
Είκοσι χρόνια πέρασαν τρώγοντας καλά μεν, χωρίς συζήτηση δε! Ποιος να φανταζόταν τότε τη δικιά σου, που δεν ήξερα τι θα πει σπίτι («από σοκάκι, σε σοκάκι μού είσαι» - προσφιλής ατάκα της κυρά-Αννούλας), πως κάποια μέρα θα με πιάσει μανία με τη κουζίνα και τις γεύσεις! Αρκετά χρόνια μετά λοιπόν, γυρνώντας από ένα φοβερό ξενύχτι, με ένα φοβερό χανγκ όβερ, Κυριακή 10 η ώρα το πρωί - αλλά δεν παίρνω και όρκο - χώθηκα μέσα στα ντουλάπια της κουζίνας, ψάχνοντας κάτι να μαγειρέψω, να σταματήσω τη λιγούρα στο στομάχι μου και το επίμονο γκάπα - γκούπα στο κεφάλι μου.
Σε ένα σπίτι πάντα υπάρχουν πατάτες. Τις καθάρισα και τις έκοψα ζαράκια. Σε μια φαρδιά κατσαρόλα έριξα βιολογικό λάδι ψυχρής έκθλιψης από τη Μάνη και μόλις ζεστάθηκε έριξα κρεμμύδι κομμένο σε φετάκια, μια σκελίδα σκόρδο περασμένη από το ειδικό μηχάνημα, τις πατατούλες, πράσινες πιπεριές κέρατο κομμένες ροδέλες, ένα φύλλο δάφνη, αλάτι και πιπέρι. Ανακάτεψα και, μόλις είδα να θυμώνει το περιεχόμενο, έριξα μισό ποτηράκι σαμπάνια, είχαν μείνει δύο δάκτυλα στο μπουκάλι από ξεχασμένη γιορτή. Το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν απολαυστικό! Έριξα λίγο νεράκι ζεστό, σκέπασα τη κατσαρόλα, χαμήλωσα τη φωτιά και το άφησα να γίνει. Κράτησα ώρα. Προλάβαινα να κάνω ντεμακιγιάζ, ντους και να βάλω κάτι πιο άνετο. Σε είκοσι λεπτά ήταν έτοιμο. Πρόσθεσα τον χυμό από μισό λεμόνι και μπόλικο ψιλοκομμένο μαϊντανό. Γέμισα το πιάτο μου και το τοποθέτησα σε ένα πλουμιστό δίσκο μαζί με ένα ποτήρι δροσερό νερό. Έβαλα David Lynch`s Wild at Heart στο Video...
Το απογευματάκι με βρήκε η κυρα-Αννούλα ακόμη να κοιμάμαι αλλά είχε απομείνει φαγάκι στο πιάτο μέσα στον πλουμιστό δίσκο. Θυμάμαι τη μυρωδάτη ανάσα της στο αυτί μου: «Ξύπνα, κόρη μου, ψυχή μου! Πότε πρόλαβες και μαγείρεψες τέτοια νοστιμιά;».
*Η Εβίτα Χάκου είναι φίλη αναγνώστρια του bostanistas.gr