Ο φύλακας του σιμιγδαλιού - χαλβάς
Θα τα μαζέψουμε όπου να’ ναι από τις παραλίες και την απλόχωρη βεράντα, για να μαζευτούμε στο μέσα σπίτι. Θ’ αφήσουμε πίσω μας τους πύργους της άμμου, που ακόμα βέβαια χτίζουν τα παιδιά πλάι στο κύμα, και τις σκανταλιές που κάνουν οι αδιόρθωτες γατούλες μας στις εξωτερικές γλάστρες τις οποίες έχουν ορίσει ως επικράτειά τους. Μιλώντας για πύργους κι ετοιμόρροπα οχυρά, πάντα ήθελα να βρω την ευκαιρία να συναγωνιστώ το close-up του Στέφανου πάνω στο σιμιγδαλένιο κάστρο - καμαρωτό πάντα αλλά κι εκ των πραγμάτων πιο εύθρυπτο από τις παιχνιδιάρικες κατασκευές στην άμμο - που χτίζει κάθε χρόνο στα γενέθλιά μου η Βίκη. (Την photo που προανέφερα, δυστυχώς, δεν την έχω πρόχειρη σε ψηφιακή μορφή, κι αν κάποιος ενδιαφέρεται να τη συγκρίνει με το δικό μου gros plan στον ίδιο πάντα χαλβά, μπορεί να φυλλομετρήσει τη συλλογή συνταγών που συνυπέγραψαν η Ειρήνη Λεβίδη και ο Δημήτρης Δούκης, “Η γιορτή του τραπεζιού”- εκδ. Πατάκη.)
Γιατί τον λέω κάστρο τον σιμιγδαλένιο αυτόν χαλβά; Η απεικόνισή του, νομίζω, μιλάει από μόνη της. Οι πτυχώσεις του θυμίζουν πράγματι οχυρωματικά έργα, ως επάνω στην κορυφή, όπου κάτω από την κανελοζάχαρη στέκονται καμουφλαρισμένοι οι ακοίμητοι φρουροί - οι φύλακες του σιμιγδαλιού, παραλλάσσοντας τον τίτλο του εμβληματικού “Φύλακα της σίκαλης”, του Σάλιντζερ - που φροντίζουν ώστε να σταθεί ολόρθο, έστω κι ακρωτηριασμένο, το γεροδεμένο μίγμα με το λάδι και το νερό, καθώς θα δέχεται τις βουλιμικές επιθέσεις των προσκεκλημένων στο εορταστικό τραπέζι.
Σιμιγδαλένιος χαλβάς 1,2,3,4
Χρειαζόμαστε
- 1 φλιτζάνι λάδι ελιάς
- 2 φλιτζάνια σιμιγδάλι χοντρό
- 3 φλιτζάνια ζάχαρη
- 4 φλιτζάνια νερό
- φλούδες αμυγδάλου και κουκουνάρι.
- κανελογαρύφαλα (2 ξυλαράκια κανέλας, 5-6 καρφάκια γαρίφαλου)
- κανελοζάχαρη για το τελικό πασπάλισμα/ καμουφλάρισμα
Σε μια βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι να κάψει. Ρίχνουμε μέσα το σιμιγδάλι κι ανακατεύοντας διαρκώς επιμένουμε να ροδίσει καλά, να σκουρύνει και σχεδόν να καψαλιστεί (σύμφωνα τουλάχιστον με τα δικά μας τα γούστα, αλλά σεβαστές είναι βέβαια και οι προτιμήσεις για έναν πιο ξανθωπό χαλβά.)
Έχουμε εν τω μεταξύ διαλύσει τη ζάχαρη στο νερό (αρωματισμένο με τα ξυλαράκια της κανέλας και τα γαρυφαλόκαρφα). Δεν θέλουμε σιρόπι, απλώς να διαλυθεί καλά η ζάχαρη. Αφαιρούμε τα μπαχάρια και περιχύνουμε το ροδισμένο στο λάδι σιμιγδάλι. (Προσοχή εδώ, ενδείκνυται να φοράμε γάντια - οι πιο ανέμελοι μπορούν ν’ αρκεστούν και στα πιαστράκια της κουζίνας - για να προστατευτούμε από τις καυτές πιτσίλες όσο θα ρίχνουμε το νερό στην κατσαρόλα.) Συνεχίζουμε το ανακάτεμα γι’ αρκετήν ώρα, έχοντας προσθέσει και τους ξηρούς καρπούς μας, μέχρις να διαπιστώσουμε ότι το μίγμα μας ξεκολλάει εύκολα από την κατσαρόλα κι ανασηκώνεται κατά τόπους με την ξύλινη κουτάλα.
Σκεπάζουμε τον καλοδουλεμένο πια χαλβά με μια λινή πετσέτα και περιμένουμε να κρυώσει. Αλλά και χλιαρός ακόμα μπορεί άφοβα να μεταφερθεί σε μια μικρή φόρμα κέικ, την οποία έχουμε απαραιτήτως αφήσει γεμάτη με νερό και την αδειάζουμε λίγο πριν τη μετάγγιση του μίγματος της κατσαρόλας. Ξεφορμάρουμε προσεχτικά τον χαλβά και τον πασπαλίζουμε με την έξτρα κανελοζάχαρη. Χρόνια μας πολλά και γλυκά.
Υ.Γ.: Τι θα σερβίρουμε πριν από το ακαταμάχητο αυτό γλύκισμα; Όσοι λίγο ως πολύ με εμπιστεύονται, ας ανατρέξουν στις “Μελιντζάνες σοφρίτο της Έμμυς και της Βίκης”, που καταχώρισα στον ιστότοπό μας στις αρχές του καλοκαιριού. Στο χτεσινό γενέθλιο τραπέζι μας οι σαλτσάτες Τσακώνικες μελιτζάνες - στις δόξες τους ακόμα τώρα - στρώθηκαν για χάρη μου πάνω σε αχνιστό ολόλευκο στεγνό ρύζι (τι εξυπηρετικά κι αυτά τα σύγχρονα μικροεργαλεία, όπως η ειδική ηλεκτρική ρυζιέρα!). Την αλήθεια σας λέω, ασυναγώνιστος ο συνδυασμός, μπουκιά και συγχώριο!