Το δικαίωμα στη λιχουδιά
Η σκέψη τριβέλιζε στον νου μου εδώ και τρία χρόνια. Από τότε που καλοί συνάδελφοι στο γραφείο αποφάσισαν να περάσουν το μεσημεριανό τους διάλειμμα φτιάχνοντας σάντουιτς για να τα στείλουν σε ένα σημείο - στην Πειραιώς νομίζω - όπου συγκέντρωναν τρόφιμα. Αγοράζοντας υλικά αρίστης ποιότητας έφτιαξαν, λοιπόν, περιποιημένα σάντουιτς και τα έστειλαν. Τότε διαφώνησα μαζί τους. Η κίνηση μου φάνηκε λίγο σαν εκείνο το περίφημο παντεσπάνι της Μαρίας Αντουανέτας. Το βασανιστικό συναίσθημα είναι η πείνα και αυτή έπρεπε κατ' αρχάς να ικανοποιηθεί. Το budget ήταν, βεβαίως, συγκεκριμένο. Κι αυτό σήμαινε ότι με τα ίδια λεφτά και σε λιγότερο χρόνο θα είχαν ετοιμάσει διπλάσια σάντουιτς με πιο ταπεινά υλικά.
Με το πέρασμα του χρόνου άλλαξα γνώμη. Μετά από αλλεπάλληλες συσκέψεις με τον εαυτό μου, και στη συνέχεια κουβεντιάζοντάς το με τους γύρω μου, αποφάσισα ότι όλοι, μα όλοι, έχουν δικαίωμα στη νοστιμιά. Παίρνοντας, λοιπόν, ως δεδομένο ότι ο κορεσμός της πείνας καλύπτεται από οργανώσεις που έχουν συσταθεί και δουλεύουν γι' αυτόν το σκοπό, οι υπόλοιποι ως μονάδες έχουμε τη δυνατότητα και το δικαίωμα να προσφέρουμε ένα νόστιμο χάδι. Ενα σάντουιτς “με απ' όλα”, από αυτά που ζηλεύουν στις βιτρίνες των φούρνων ή ένα κομμάτι σοκολάτας ίσως ζεστάνει καλύτερα την καρδιά τους, ίσως απομακρύνει έστω και στιγμιαία το βάρος που κουβαλάνε. Έτσι, στα καλάθια του σούπερ μάρκετ - ξέρετε αυτά που προορίζονται για τα συσσίτια - άρχισα να βάζω σοκοφρέτες, μπισκότα, κουλούρια, καραμέλες.
Εξελίσσοντας τον προβληματισμό μου κατέληξα και στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαχειριζόμαστε όλα αυτά τα καημένα, απελπισμένα και πιεστικότατα παληκάρια στα φανάρια, που θέλουν να σου πλύνουν τα τζάμια, να σου πουλήσουν χαρτομάντιλα ή λουλούδια. Το ότι δεν είναι σωστό να τους δίνουμε χρήματα το έχω απόλυτα ξεκαθαρισμένο στο μυαλό μου. Συναισθηματικά όμως με τσάκιζε κάθε φορά που έγνεφα «όχι, όχι» ή έφευγα χωρίς να δώσω τίποτα ενώ μου είχαν καθαρίσει το παρμπρίζ. «Γιατί όχι μια λιχουδιά;» μου είπε μια φίλη μου. «Ποιος δεν θα γλυκαθεί με ένα νόστιμο, σπιτικό έδεσμα;»
Τότε θυμήθηκα τα καταπληκτικά και πανεύκολα τριγωνάκια που μας έφτιαχνε η κυρία Ιωάννα για να μας καλοδεχτεί στον φιλόξενο ξενώνα της στο Μανιτοχώρι, στα Κύθηρα. Τα ίδια έφτιαχνα κι εγώ κάποια χρόνια αργότερα στα παιδιά μου για να τα βουτήξουν στο γάλα τους το πρωί, πριν φύγουν για το σχολείο. Έκτοτε έχω τον χυλό έτοιμο και πριν φύγω φτιάχνω μερικά. Τα τυλίγω ένα-ένα σε ασημόχαρτο και τα προσφέρω στα φανάρια. Το θεωρώ σαν ένα ζεστό “μαμαδίστικο” χάδι απαραίτητο σε όλους αυτούς τους στερημένους ανθρώπους. Τόσο απαραίτητο, όσο σε όλους, άλλωστε.
Τριγωνάκια
- 1 βούτυρο
- 8 αυγά
- 1 ½ ποτήρι ζάχαρη
- 3 κουβερτούρες των 125 γραμ.
- 3 βανίλιες
- 2 ποτήρια αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
Για να γίνουν τα τριγωνάκια εύκολα και γρήγορα είναι απαραίτητη μια τοστιέρα από αυτές που είναι χωρισμένες σε τέσσερα τριγωνάκια (που κόβουν ,δηλαδή, το κάθε τοστ διαγώνια).
Λιώνουμε το βούτυρο με τη ζάχαρη και την κουβερτούρα στα μικροκύματα. Χτυπάμε τα ασπράδια μαρέγκα, τους κρόκους ξεχωριστά με τη βανίλια και το αλεύρι και τα ενώνουμε όλα μαζί με το μισοκρυωμένο μείγμα της σοκολάτας. Ρίχνουμε μια κουταλιά της σούπας σε κάθε τριγωνάκι της τοστιέρας (ψήνονται τέσσερα κάθε φορά) και τα αφήνουμε για 3΄- 4΄.
Κατά τη γνώμη μου είναι πιο νόστιμα όταν στο κέντρο, καθώς τα δαγκώνουμε, είναι υγρά.