Τα χρυσάνθεμα της γιαγιάς μου
Απογευματινή επίσκεψη στο σπίτι της γιαγιάς και, όσο την περιμένω να ετοιμαστεί για να φύγουμε, πέφτει το βλέμμα μου στις πλουμιστές γλάστρες με τα χρυσάνθεμα. Όαση ο κηπάκος της, ξεκουράζονται τα μάτια από το φουλ της γιούκας στα γειτονικά μπαλκόνια. Τα θυμάμαι εκεί, ολόιδια, σχεδόν από πάντα και μου το επιβεβαιώνει: είμαστε συνομήλικοι, οι ίδιες ρίζες δίνουν λουλούδια εδώ και 25 χρόνια! Δεν γνωρίζω ούτε εγώ ούτε εκείνη πώς ονομάζονται οι ποικιλίες, είναι τα κόκκινα, «τα παρδαλά» όπως τα λέει, πελώρια και υγιέστατα. Παραδίπλα τα λευκά, μικρότερα αλλά μπόλικα, «τα αριστοκρατικά» κατά την άποψή της, και κάτι ζωηρά ροζ που τα λέει τρελλιάρικα, γιατί έχουν σχήμα ακανόνιστο. Αν και αδαής στα του κήπου σκέφτηκα να την ρωτήσω μερικά κόλπα για τη φροντίδα τους. Ιδού, λοιπόν, τα μακρόβια χρυσάνθεμα της γιαγιάς και τα μυστικά τους.
Τα ποτίζω μια φορά την εβδομάδα, τώρα που χειμώνιασε, όποτε βλέπω ότι το χώμα τους πάνω - πάνω έχει στεγνώσει. Τον Οκτώβρη, που ήταν φέτος πιο ζεστά, ίσως και 2 και 3. Όταν όμως τα βλέπω πως ανθίζουν, κόβω το πολύ νερό.
Τα πρώτα χρόνια νόμιζα πως τα έχανα κάθε φορά που ξεραίνονταν. Τώρα έμαθα: όταν δω πως έχουν ξεραθεί τελείως, τα κλαδεύω. Καθαρίζω τα ξεραμένα φύλλα, κόβω τα λουλούδια λίγο κάτω από την κορυφή, καθαρίζω το χώμα και κρατάω τα κλαράκια όπως είναι, γύρω στους 10 πόντους ψηλά, και τα αφήνω στην ησυχία τους με κοπριά και λίγο νερό μια φορά την εβδομάδα. Περιμένω και κάνω υπομονή, έχουν και αυτά τους ρυθμούς τους.
Πριν ανθίσουν τα αφήνω πολύ στον ήλιο, ακόμα και το μεσημέρι. Όταν όμως βγουν τα λουλούδια, τα πηγαίνω προς τον τοίχο, εκεί πέφτει ο ήλιος λίγες ώρες το πρωί και δεν τα ξεραίνει, τα θρέφει όσο πρέπει.
Κάθε πρωί με το ψαλίδι κόβω όλα τα ξερά. Και καθαρίζουν, ομορφαίνουν και θεριεύουν. Μετά από λίγο καιρό, εκεί που έκοψα βλέπω καινούργια ανθάκια. Αν δεις το χώμα, όλο και πετάγονται φρέσκοι βλαστοί.
Πιάνουν μελίγκρα καμιά φορά, γι΄αυτό φτιάχνω συχνά - πυκνά τσουκνιδόζουμο. Γεμίζω έναν κουβά με νερό, βάζω μέσα μια μεγάλη χούφτα τσουκνίδες και τις αφήνω εκεί μια εβδομάδα, μπορεί και δύο. Μετά το βάζω σε μπουκαλάκια και το ψεκάζω όταν τα δω να αρρωσταίνουν.
Μου ζητάνε όλοι συνέχεια να τους δώσω μια γλάστρα, τα λευκά κυρίως. Δεν τα δίνω, χαρίζω όμως τα παιδιά τους. Μόλις, λοιπόν, φτάσουν τους 10 πόντους, κόβω κάμποσα, τα βάζω σε άλλη γλάστρα, λίγη κοπριά και νερό πότε - πότε και μετά από λίγο καιρό τα βλέπεις να ξεπετάγονται και τα δωρίζω. Αν μου κάνει κέφι, βάζω λουλούδια και από τα τρία στη γλάστρα και μεγαλώνουν μαζί. Ούτε μπλέκονται ούτε μπερδεύονται, σαν καλόβολα αδέρφια.
Λίπασμα δεν έχω βάλει ποτέ, ούτε φάρμακο, μαζεύω κοπριά όποτε πηγαίνω στο χωριό και την μοιράζω στις γλάστρες γυρνώντας. Της ρίχνω νερό, σκαλίζω λίγο να μπερδευτεί με το χώμα και είναι πανέτοιμα, δεν χρειάζονται τίποτα παραπάνω.
Άμα τα βλέπω και λυγίζουν, επειδή φτάνουν πολύ ψηλά, μπήγω ξυλαράκια στο χώμα στριμωχτά τους και τα δένω μαλακά με σπάγγο. Εκτός από τα μικρά τα άσπρα, που τα αφήνω να κρέμονται από τη ζαρντινιέρα, μου αρέσουν κι έτσι. Και στον δυνατό αέρα τον χειμώνα τα στέλνω κατασκήνωση: μπήγω τρία με τέσσερα κλαριά στην άκρη της γλάστρας και τα τυλίγω απ' έξω με ένα παλιό σεντόνι, σαν σκηνή. Τα σπρώχνω κολλητά στον τοίχο και δεν παίρνουν χαμπάρι.
(Φτιάξαμε και μια ανθοδέσμη στα πεταχτά, για να στολίσει το τραπέζι της αυλής.)
Γεμίζω όλα τα βάζα στο σπίτι για να ζηλεύει όποιος έρχεται. Κρατάνε μέχρι και δύο βδομάδες στο βάζο με ένα κόλπο: όταν τα παίρνω από τη γλάστρα τα κόβω από πολύ χαμηλά, σχεδόν από τη βάση, και κάθε δυο μέρες κόβω το κοτσάνι που είναι κάτω, μέσα το νερό. Έτσι αντέχουν περισσότερο.