Ονειρεύομαι ντομάτες
Όταν ο Φεβρουάριος μοιάζει ατέλειωτος παρόλο που είναι ο πιο μικρός μήνας, όταν η μία γκρίζα βροχερή μέρα διαδέχεται την άλλη, όταν η λάσπη δημιουργεί άβατα στο κτήμα και κουρελιάζονται τα πρώτα αγριολούλουδα από τον αέρα, εγώ ονειρεύομαι ντομάτες... κατακόκκινες, γλυκές, ευωδιαστές, με ακανόνιστο σχήμα και δίπλες, σαν και εκείνες που ξέραμε παιδιά και από τότε προσπαθώ να καλλιεργήσω στον κήπο μου με μερική μόνο επιτυχία.
Μια από τις σημαντικές χαρές της ζωής, μια που ξεχωρίζει ανάμεσα στις μικρές εκείνες ευτυχίες που μετράνε όλο και περισσότερο όσο μεγαλώνουμε, ήταν ή πρώτη εμφάνιση των εποχικών φρούτων και λαχανικών. Για τα φρούτα, εμείς τα παιδιά είχαμε ιδιαίτερη ιεροτελεστία: το πρώτο το βάζαμε στο στόμα όχι απευθείας αλλά περνώντας το χέρι πίσω από τον λαιμό. Τη συνήθεια αυτή την εξαντλούσαμε συνήθως την άνοιξη και στην αρχή του καλοκαιριού, έτσι, όταν έφτανε η στιγμή για τα σταφύλια ή τα σύκα πολλές φορές την παραμελούσαμε και η μικρή αυτή γιορτή περνούσε αμνημόνευτη.
Πίσω στις ντομάτες: Τα ακατανόμαστα χλωμά συμμετρικά, άοσμα και άγευστα αφρολέξ που πουλάει το σουπερμάρκετ είναι άλλο είδος. Αν τα είχε γνωρίσει ο Ντάντε θα τα είχε ορίσει ως μοναδική τροφή στους έξω κύκλους της κόλασης. Βλέπετε πόσο αντικειμενική είμαι... λέω τους «έξω» κύκλους μόνο. Ο άντρας μου με κατηγορεί για υπερβολική αλλά εκείνος μεγάλωσε στην Αμερική και έχει άλλα γαστρονομικά κριτήρια. Είμαι υπερβολική, δεν λέω, και απίστευτα πεζή στα όνειρά μου. Θα έπρεπε να ονειρεύομαι τον φλοίσβο και το φεγγαρόφωτο και το άρωμα της γλυσίνας και της πασχαλιάς και (στη σωστή ηλικία) το σκίρτημα του μεγάλου έρωτα. Κι όμως, από μικρό παιδί, όταν διαιωνίζεται ο χειμώνας εγώ ονειρεύομαι ντομάτες.
Τον Φεβρουάριο, λοιπόν, διοχετεύω όλη μου τη λαχτάρα αυτή στο κυνήγι της τέλειας ντομάτας. Μελετώ καταλόγους, παραγγέλνω σπόρους, περιποιούμαι αυτούς που κράτησα από περσινές επιτυχίες και μοιράζω και σε φίλους. Στους καταλόγους ψάχνω την κατηγορία heirloom, δηλαδή «κειμήλιο.» Είναι οι ντομάτες εκείνες που κατάγονται απευθείας από παλιές ποικιλίες αγνές, όχι τεχνητά υβρίδια, με άλλα λόγια. Κάθε χρόνο σπέρνω 2-3 δοκιμασμένες ποικιλίες και δοκιμάζω και καμιά-δυο καινούργιες. Τα τελευταία χρόνια οι ποικιλίες πού προτιμώ είναι «μαύρες,» ή μάλλον καφετιές με μωβ αποχρώσεις, (παρόλο που δεν είναι οπτικά τόσο ελκυστικές) που κατάγονται συνήθως απ την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, ειδικά της Κριμαίας. Αυτό το κάνω όχι για να πρωτοτυπήσω αλλά επειδή οι ποικιλίες αυτές τείνουν να διατηρούν περισσότερο από τις κόκκινες την γλύκα και τη νοστίμια της καταγωγής τους.
Φέτος σπέρνω δύο μαύρες, την Cherokee purple και το ντοματίνι Black Cherry, και μία κλασσική παραδοσιακή, γνωστή για τη νοστίμια της, την κόκκινη Brandywine. Για πρώτη φορά θα δοκιμάσω μια περίφημη παλιά γερμανική ποικιλία, την Eva Purple Bell, και μια από την Ισπανία, την Monserrat, με πυκνή σάρκα που προσφέρεται για το γνωστό καταλάνικο pantumac, φρυγανισμένο ψωμί με τριμμένη φρέσκια ντομάτα και ελαιόλαδο, συνηθισμένο πρωινό έδεσμα. Για τις καινούργιες αυτές ποικιλίες θα σας ενημερώσω το καλοκαίρι.
Θα μου πείτε, χάθηκαν οι παραδοσιακές ελληνικές ποικιλίες; Ναι, χάθηκαν! Άντε να βρείτε σπόρους... μακάρι να βρείτε και να μου δώσετε κι εμένα! Μερικές κερκυραϊκές τις βρίσκω έτοιμες στην λαϊκή αγορά, όχι στα οργανωμένα υπόστεγα αλλά στα πρόχειρα καφάσια που στήνουν οι γριούλες με τα προϊόντα του περιβολιού τους, ντομάτες ντοματένιες, στραβοχυμένες, ασύμμετρες και νόστιμες!
Τελειώνοντας, θα σας πω ότι έχω την τύχη να έχω φιλίες μ’ έναν γείτονα που διαθέτει θερμοκήπιο, έτσι αναλαμβάνει αυτός να τις σπείρει και να τις νταντέψει μέχρι να είναι έτοιμες να φυτευτούν στον κήπο μου. Για αντάλλαγμα κρατάει όσες ντοματίτσες θέλει. Χωρίς θερμοκήπιο είναι δύσκολο να ξεκινήσεις σπόρους. Κάποια μέρα ίσως αποκτήσω δικό μου.