Τα μήλα του παλιού καιρού
Ορισμένα από τα χωριά της ημιορεινής Ελλάδας ήταν κατά τα προηγούμενα χρόνια εκείνα που παρήγαγαν συστηματικά φρούτα και με διάφορους τρόπους κατόρθωναν και τα προωθούσαν στις αγορές, κοντινές συνήθως για τα ευπαθή αλλά και σε μακρινές για τα πιο ανθεκτικά. Η ποιότητα αυτών των φρούτων αλλά και η σπάνις τους έκανε ονομαστά αυτά τα χωριά και μακάριζαν, ειδικά οι καμπίσιοι που δεν είχαν τέτοια στη γη τους, τους ορεινούς που τα κατείχαν και μπορούσαν και τα γεύονταν ελεύθερα και βεβαίως δωρεάν.
Το γιατί είχαν φρούτα τα ορεινά χωριά και δεν είχε ο κάμπος, η εξήγηση είναι απλή: Στα βουνά το κλίμα ήταν πιο δροσερό το καλοκαίρι και επιπλέον είχαν και αρκετά τρεχούμενα νερά, πράγμα το οποίο, προτού καθιερωθούν οι γεωτρήσεις, ήταν άγνωστα για τον κάμπο που συγκριτικά ήταν πιο φτωχός και τα προμηθεύονταν με ανταλλαγές προϊόντων, σιτάρι συνήθως, και για τα μέρη της Φθιώτιδας ακόμη και με λαθραίο καπνό έκαναν κουμάντα.
Οι εποχές αυτές για την ελληνική παραδοσιακή ύπαιθρο πέρασαν στη λήθη και τα περισσότερα φρούτα πλέον παράγονται σε κατάλληλα διαμορφωμένα χωράφια, οπωρώνες και εγκαταστάσεις, και η αγορά, με την συνεπικουρία των πλανοδίων βέβαια, τα διοχετεύει σε κάθε γωνιά της χώρας, στα βουνά, τους κάμπους, τα νησιά ενώ όλα σχεδόν είναι ίδια στη γεύση και οι ποικιλίες τους είναι μόνο αυτές που θεωρούνται εμπορικές.
Τούτο είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο εγκαταλείφθηκε η καλλιέργεια των φρούτων στα ημιορεινά χωριά μαζί βέβαια με την εγκατάλειψή τους εδώ και τρεις – τέσσερις δεκαετίες, χρονικό διάστημα που είναι υπεραρκετό για να εξαφανιστούν πολλά απ’ αυτά τα δέντρα και μαζί τους βέβαια και οι ωραίες ντόπιες ποικιλίες. Σημειώνουμε ότι όταν λέμε ντόπιες ποικιλίες αναφερόμαστε σε είδη των οποίων η καταγωγή είναι άγνωστη, εξημερώθηκαν ή εξελίχθηκαν στον τόπο και ανάλογα την ποιότητα και την απόδοσή τους υιοθετήθηκαν και διαδόθηκαν σε πολλά χωριά με τις ανάλογες προδιαγραφές κλίματος και γεωλογίας. Αυτά τα φρούτα χοντρικά τα ξεχώριζαν σε άσπρα, κίτρινα ή κόκκινα σε πρώιμα και όψιμα και τα ονόμαζαν φιρίκια, κρασόμηλα, ξινόμηλα, πατατόμηλα, ανάλογα με τη γεύση τους κυρίως και τα διατηρούσαν χωρίς να πάθουν τίποτα ως την άνοιξη σχεδόν μέσα σε κασόνια με ξηρές φτέρες γιατί αυτό το φυτό έχει απολυμαντικές ιδιότητες.
Από εκείνα τα ωραία δέντρα ελάχιστα έχουν επιζήσει και καρπίζουν ακόμη στα παρατημένα χωράφια και αν είναι η χρονιά τους καλή, καθώς αυτά συνήθως δεν καρπίζουν κάθε χρόνο, και βεβαίως γλυτώσουν από τις επιδρομές των τρωκτικών και των πουλιών, αποτελούν αληθινά στολίδια του δάσους πλέον και μνημεία της ήμερης καρποφορίας.
Απ’ αυτά σώζονται μερικά στο χωριό μου, Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού, και τα οποία καταχάρηκα σαν τα είδα φορτωμένα μήλα στη σημερινή βροχερή πρωτομηνιά του Νοέμβρη αλλά με στεναχώρησε πολύ που είδα να είναι σωρός κάτω από το δέντρο και να σαπίζουν αφού δεν τα καταδέχονται ούτε τα αγριογούρουνα γιατί αυτόν τον καιρό βρίσκουν άφθονα κάστανα και καρύδια και δεν έχουν καθόλου ανάγκη τα φρούτα...