Τα πολύτιμα καρύδια του βουνού
Τα καρύδια ήταν και παραμένουν, εν ολίγοις, ακόμη το κορυφαίο προϊόν των ελληνικών χωριών. Το γεγονός οφείλεται στο ότι οι καρυδιές δεν ήθελαν αρκετή φροντίδα, φύτρωναν όπου λάχει, και την καρποφορία τους επηρέαζαν μόνο οι καιρικές συνθήκες και ιδιαίτερα οι όψιμοι παγετοί της άνοιξης. Το καλοκαίρι, αν είχαν λίγο νερό, δεν στεναχωριόνταν και απέδιδαν καλύτερα ενώ το φθινόπωρο, εκεί προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, ήταν έτοιμες για τίναγμα γιατί ο καρπός τους αν δεν βρέξει, μάλιστα, δύσκολα πέφτει από το δέντρο.
Το τίναγμα το αναλάμβανε κάποιος έμπειρος χωριανός ο οποίος είχε ικανότητες και ευλυγισία σκίουρου τουλάχιστον γιατί πολλές από τις καρυδιές ήταν αρκετά ψηλές και αυτός ανέβαινε με ένα μακρύ ραβδί, από μέλεγο συνήθως, και τίναζε τα καρύδια από τα κλαριά. Τα καρύδια έπεφταν, τα μάζευαν, τα καθάριζαν από τα πράσινα τσόφλια τους, τα επέλεγαν, τα έπλεναν να φύγουν τα χώματα και να ξεχωρίσουν τα κούφια, τα στέγνωναν στον ήλιο και τα αποθήκευαν μέσα σε μεγάλα σακιά σε στεγνούς χώρους.
Από εκεί και πέρα ήταν ζήτημα παζαριών με τους εμπόρους που περνούσαν από τα χωριά και οι οποίοι, αφού έσπαγαν μερικά να δουν το περιεχόμενό τους, συζητούσαν μια τιμή και, αν τα εύρισκαν με τον παραγωγό, τα έπαιρναν και πλήρωναν ζεστό χρήμα. Αν δεν τα εύρισκαν, πράγμα που γίνονταν συχνά, τα καρύδια έμεναν στον νοικοκύρη και αυτός έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τα διαθέσει και συνήθως κατέληγε στα παζάρια εκείνης της εποχής. Και να μην τα πουλούσε αμέσως, ήξερε πως κάποια στιγμή ως τα Χριστούγεννα θα φύγουν γιατί τότε δεν υπήρχε σπίτι που να μην έφτιαχνε μπακλαβά και δεν είχαν όλα καρύδια. Θα μπορούσε ακόμη να περιμένει μέχρι το Πάσχα, κάπου θα τα έδινε. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο ατού των καρυδιών απέναντι σε όλα τα προϊόντα της γης στο χωριό, μπορούσαν να μείνουν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι αρκεί να είναι σε στεγνό μέρος.
Ήταν τα καρύδια, λοιπόν, για κάθε αγροτικό νοικοκυριό κεφάλαιο και με τα κέρδη απ’ αυτό εξυπηρετούσαν όσες ανάγκες δεν μπορούσαν να καλύψουν με ίδια μέσα, δηλαδή προϊόντα του χωραφιού και του κοπαδιού, και αυτές ήταν τα λεγόμενα «αποικιακά» προϊόντα, ζάχαρη, καφές, πετρέλαιο, κανένα ρούχο, παπούτσια και κρατούσαν και τίποτα ψιλά για να πορεύονται στις κοινωνικές εκδηλώσεις και στους εκκλησιασμούς.
Κάθε νοικοκυρά κρατούσε ή επιδίωκε να έχει λίγα καρύδια στο σπίτι για τον μπακλαβά της Πρωτοχρονιάς, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και για τα κόλλυβα στα μνημόσυνα ή τις προσφορές στις εορτές. Τότε συνήθιζαν να πηγαίνουν ένα πιάτο με βρασμένο σιτάρι να το ευλογήσει ο παπάς και καμία δεν διανοούνταν να μην έχει βάλει μέσα μπόλικα καρύδια, γιατί το θέμα θα συζητιόνταν σε ολόκληρο το χωριό. Από τα ίδια καρύδια έβαζαν μέσα στους κουραμπιέδες, γλυκό που έκαναν σε μικρότερες γιορτές, ενώ θεωρούνταν και ιδιαίτερη προσφορά όταν συνόδευε το τσίπουρο σε κεράσματα επισήμων. Πέραν αυτών όμως, με καρύδια, πέντε - έξι στην τσέπη, έβγαζε την ημέρα του και ο μαθητής στο σχολείο ή ο οδοιπόρος στο μικρό του ταξίδι στην πόλη ή στο διπλανό χωριό.