Θυσιάζω αρνάκι άσπρο και παχύ, Μαρία Πενταγιώτισσα
Εισαγωγή
Το Πάσχα, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, είναι και η θυσία του αμνού. Ο αγνός και αθώος αμνός θυσιάζεται. Πληρώνει με τη ζωή του για κάποιον σκοπό κάποιων άλλων, εκτός από αυτόν. Η θυσία σαν τελετουργία πάει χιλιετίες πίσω.
Αρχίζοντας από τον Όμηρο, διαβάζουμε στην Ιλιάδα για την εκατόμβη που προσφέρουν ο Οδυσσέας και ο Χρύσης στον Φοίβο Απόλλωνα, για να ελεηθεί τους Δαναούς. Ευκαιρία να δούμε μερικές σχετικές λέξεις στο Ομηρικό κείμενο, με τη βοήθεια του λεξικού Liddell $ Scott, ενώ οι αποδόσεις στα νέα ελληνικά είναι των Ι.Θ. Κακριδή και Ν. Καζαντζάκη.
αυερύω, αυέρυσα: έλκω το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω, έτσι ώστε να κόψω το λαιμό του. Η απόδοση στα νέα ελληνικά είναι «αναλαιμίζω».
σφάζω, έσφαξα: σφαγιάζω τα ζώα που πρέπει να προσφερθούν ως θυσία. Η λέξη δεν έχει αλλάξει, είναι η ίδια στα νέα ελληνικά!
δέρω, έδειρα: αφαιρώ το δέρμα. Στη νέα ελληνική, η λέξη είναι γδέρνω.
σπλάγχνα: εντόσθια που φυλάσσονταν και τα έτρωγαν οι προσφέροντες την θυσία. Στη νεοελληνική έχουμε τη λέξη «σπλάχνα». Δηλαδή χάσαμε στη διαδρομή των χιλιετιών ένα «γάμμα».
οβελός, οβελοίσιν: σούβλα. Στη νεοελληνική χρησιμοποιούμε και την λέξη «οβελίας».
Ομήρου Ιλιάδα, Α’ (απόδοση Ι.Θ. Κακριδής, Ν. Καζαντζάκης)
Τότε ο Οδυσσέας ό πολυκάτεχος μπρος στο βωμό τη φέρνει
και την παράδωσε στου κύρη της τα χέρια λέγοντας του:
«Χρύση, ο ρηγάρχης Αγαμέμνονας με στέλνει να σου δώσω
πίσω την κόρη, και να σφάξουμε περίσσια αρνιά στο Φοίβο,
να ελεηθεί, αν θελήσει η χάρη του, τους Δαναούς, τι αλήθεια
με πίκρες έχει πολυστέναχτες ποτίσει τους Αργίτες.»
Τούτα μιλώντας του την έδωκε, κι αυτός την κόρη εδέχτη
όλο χαρά᾿ κι εκείνοι γρήγορα τ᾿ αγιάτικα σφαχτάρια
στήσαν αράδα, στον καλόχτιστο βωμό του Φοίβου γύρω.
… (η ευχή του Χρύση)
Είπε, και την ευκή του επάκουσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος·
κι ως ευκηθήκαν και πασπάλισαν μετά τ᾿ αγιοκριθάρια,
αναλαιμίσαν τ᾿ αρνοκάτσικα, τα σφάξανε, τα γδάραν,
χώρισαν τα μεριά, τα τύλιξαν τρογύρα με τη σκέπη,
διπλώνοντας τη, κι από πάνω τους κομμάτια κρέας πιθώσαν.
Σε σκίζες πάνω ο γέρος τα 'καιγε, και με κρασί φλογάτο
τα περεχούσε, και πεντόσουβλες στο πλάι του οι νιοί κρατούσαν.
Και σύντας τα μεριά αποκάηκαν και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
λιανίσαν τ᾿ άλλα και περνώντας τα στις σούβλες να τα ψήνουν
επήραν γνοιαστικά, κι ως ψήθηκαν, τ᾿ αποτραβήξαν όλα.
Κι απ᾿ τις δουλειές αυτές σα σκόλασαν κι ετοίμασαν τις τάβλες,
έτρωγαν, κι είχαν ως εταίριαζε καθείς το μερτικό του.
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο…
Πάντα υπάρχει ένα άσπρο αρνάκι
Εμπνευσμένος από τους Δαναούς, αλλά και τον Άγιο Ιωάννη, που απεικονίζεται ως παις με τον αμνό, αποφάσισα να θυσιάσω κι εγώ έναν αμνό. Ο Κατακουζηνός δεν αναφέρει θυσίες, καθόσον το ποίημα είναι παιδικό. Όπως όμως όλοι γνωρίζουμε, τα αρνάκια μπορεί να πάθουνε πολλά χειρότερα από το να σπάσουν ένα ποδαράκι!
Αλέξανδρος Κατακουζηνός, «Το αρνάκι»
Αρνάκι άσπρο και παχύ
της μάνας του καμάρι
εβγήκε εις την εξοχή
και στο χλωρό χορτάρι.
Απ’ τη χαρά του την πολλή
απρόσεκτα πηδούσε
της μάνας του τη συμβουλή
καθόλου δέν ψηφούσε.
«Καθὼς παιδί μου προχωρείς
και σαν ελάφι τρέχης
να κακοπάθης ημπορείς
και πρέπει να προσέχεις».
Χαντάκι βρέθηκε βαθύ
ορμά σαν παλληκάρι
να το πηδήση προσπαθεί
και σπάει το ποδάρι!
Μαρία η μοιραία γυναίκα
Ο αμνός θα θυσιασθεί στην ποδιά της Μαρίας της Πενταγιώτισσας. Μπας και σπάσει η γκίνια και ο έρωτας μου παύσει να είναι ανεκπλήρωτος.
«Μαρία Πενταγιώτισσα», Δημώδες Άσμα της Φωκίδας
Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, Μαρία Πενταγιώτισσα
Αχ, και στο Χρυσό κριάρια, μωρή δασκαλοποόλα
Και στης Μαρίας την ποδιά, Μαρία Πενταγιώτισσα
Αχ, σφάζουνται παλικάρια, παιδιά σαν τα βλαστάρια
Μαρία, πού 'ν' τ' αδέρφια σου; Μαρία Πενταγιώτισσα
Αχ, μωρή δασκαλοποόλα, που 'σύ τα κάνεις ούλα
Διονύσιος, ο αισιόδοξος
Το Πάσχα είναι η Άνοιξη. Και είναι ο ξανθός ο Απρίλης που βρίσκεται πίσω από την θυσία του αμνού, αυτός φταίει για όλα, που έστησε χορό με τον έρωτα και μου πήραν τα μυαλά, και θυμήθηκα τη Μαρία, και μόνο με μια θυσία θα ηρεμήσω. Τώρα που το καλοσκέφτηκα, για τη θυσία φταίει και ο Σολωμός και όλοι οι ρομαντικοί ποιητές, που με έκαναν τόσο ευαίσθητο και κάθομαι και ασχολούμαι με ανεκπλήρωτους έρωτες. Όχι ότι η Μαρία η Πενταγιώτισσα δεν το αξίζει, χαλάλι της όλα, αλλά η θυσία είναι θυσία. Όπως έχετε καταλάβει, ευρίσκομαι ενώπιον διλήμματος. Να θυσιάσω ή να μη θυσιάσω;
Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄, Απόσπασμα 6, Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητό 'ναι κι άσπρο,
Ακίνητ' όπου κι αν ιδής, και κάτασπρ' ως τον πάτο,
Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροίσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες;
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Μάρκος, ο απαισιόδοξος
Ο Μάρκος ο Βαμβακάρης έπιασε αλλιώς το θέμα της Άνοιξης. Βαθύτατα ερωτικός τύπος, ο Βαμβακάρης μάλλον περνούσε ερωτική απογοήτευση , ταν έγραψε αυτό το ποίημα και το τραγούδι. Είναι όμως ακριβώς αυτή η ικανότητα να κρύβεις μέσα σου το ολόκληρο το βαθύ σχίσμα, που χωρίζει τον ψεύτη ντουνιά από τα ματόκλαδα που λάμπουν, που σε κάνει μεγάλο (ή μεγάλη). Κι έτσι ο Μάρκος, που εδώ τα βλέπει όλα μαύρα ξαφνικά συνέρχεται και λίγο μετά τραγουδά για τα λαμπυρίζοντα ματόκλαδα. Το αποφάσισα. Δεν την γλυτώνει τη θυσία ο αμνός.
Μάρκος Βαμβακάρης, «Τι μ’ ωφελούν οι άνοιξες»
Τι μ’ ωφελούν οι άνοιξες, τι οι ομορφιές του κόσμου,
αφού ο κόσμος χάνεται, ψεύτη ντουνιά κι έξαφνα ο εμπρός μου,
αφού ο κόσμος χάνεται, ψεύτη ντουνιά κι έξαφνα ο εμπρός μου.
Τι και αν λιώσαν μάνα μου, απ’ τα βουνά τα χιόνια,
τι και αν θα `ρθει η άνοιξις, ψεύτη ντουνιά, αχ και κελαηδούν αηδόνια,
τι και αν θα `ρθει η άνοιξις, ψεύτη ντουνιά, αχ και κελαηδούν αηδόνια.
Όλα στο κόσμο μάταια, τα πάντα ματαιότης
κι ένα λουλούδι ψεύτικο, ψεύτη ντουνιά, είναι η ανθρωπότης,
κι ένα λουλούδι ψεύτικο, ψεύτη ντουνιά, είναι η ανθρωπότης.
Χάλασε ο φούρνος!
Ετούτη, λοιπόν, την Άνοιξη, με τον ξανθό Απρίλη και τον Έρωτα, με τη Μαρία την Πενταγιώτισσα να με κολάζει με τη σκέψη της, με τις εικόνες της εκατόμβης θυσίας των Δαναών στον Φοίβο, επήρα τον λευκό αμνό και τον έβαλα στον φούρνο για τη θυσία. Καλή ποιήτρια η Κική Δημουλά, δεν λέγω, αλλά ο φούρνος της μου τα χάλασε όλα!
Η θυσία απέτυχε!
Ο αμνός δραπέτευσε!
Η Μαρία Πενταγιώτισσα θα μείνει για πάντα όνειρο!
Και για όλα αυτά, φταίει η ποίηση!
Κική Δημουλά, “Πάσχα στο φούρνο “
Από τη συλλογή «Ενός λεπτού μαζί» (1998)
Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
Ο φούρνος δεν καίει, βέλαξε
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.
Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος
το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα
η σφαγή.
Ηθικό δίδαγμα
Μην ερωτευθείτε τη Μαρία την Πενταγιώτισσα.
Μη διαβάζετε ρομαντικούς ποιητές.
Μην εμπιστεύεσθε τον φούρνο μιας ποιήτριας, αν θέλετε να ψήσετε κάτι. Καλύτερα στον φούρνο της γειτονιάς.
Αν σκέφτεσθε να κάνετε μια θυσία, καλύτερα να θυσιάσετε τον εαυτό σας, ή ένα κομμάτι του. Ο αμνός είναι πολύ βολικός, αλλά, σε τελική ανάλυση, δεν φταίει τίποτε να πληρώνει τα δικά σας τα σπασμένα.
*Ο Νίκος Μορόπουλος είναι ο δημιουργός του blog ΕΥΩΧΙΑ