Ο Γιώργος ο μανάβης στην αγορά της Ρόδου
Ο Γιώργος ο μανάβης είχε ένα πάγκο με τα καλά του μαναβικά και φρούτα στην Αγορά της πόλης της Ρόδου, αυτό το υπέροχο πολυγωνικό κτίσμα με την ιχθυαγορά στο κέντρο.
Εγώ πήγαινα στην αγορά με την μητέρα μου, πριν εκείνη πάει στο σχολείο για να διδάξει, και πάω κι εγώ στο δικό μου το σχολείο για να διδαχθώ.
Ο χώρος της αγοράς της Ρόδου είναι χώρος μαγικός. Εκείνη την εποχή αρχή της δεκαετίας του 1960, έσφυζε από ζωή και πραμάτειες.
Μου άρεσε να πηγαίνω με την μητέρα μου στην αγορά επειδή την ήξερε όλος ο κόσμος και εισέπραττα κι εγώ μια ζεστασιά από την αυθόρμητη ανθρώπινη επικοινωνία. Εκείνη λάτρευε την αγορά, τους ανθρώπους, τα καλούδια, και αυτό το εισέπρατταν οι μαγαζάτορες και την αγαπούσαν πολύ.
Ανάμεσε σε όλους, ο Γιώργος ο μανάβης είναι η φυσιογνωμία που έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη, είναι σα να πήγα στο μανάβικο εχθές.
Μαύρο σγουρό μαλλί, μπριγιαντίνη, μουστάκι φροντισμένο, μάτια καστανά υγρά και ολίγον θολωμένα, με ένα χαμόγελο αντιφατικό, κάτι σαν χαρμολύπη. Ξυρισμένος πάντα στην εντέλεια, με πεντακάθαρο άσπρο πουκάμισο και μια σκούρα μπλε ποδιά που έφτανε από τη μέση μέχρι τον αστράγαλο.
Το σήμα κατατεθέν του Γιώργου, που το έβλεπες από μακριά, ήτανε ένα κόκκινο γαρύφαλλο που φιγουράριζε στο αριστερό του αυτί.
Καθότανε μπροστά στον πάγκο, σε ένα καρεκλάκι καφενείου, και είχε δίπλα του ένα μικρό τραπεζάκι, όπου τοποθετούσε το «γάλα» του, που το έπινε από το πρωί, καπνίζοντας σέρτικα.
Κάθε φορά που πηγαίναμε πρόσφερε στην μητέρα μου, η οποία όμως του απαντούσε ευγενικά ότι δεν πίνει γάλα. Σε μένα δεν προσέφερε ποτέ.
Μου πήρε λίγο καιρό για να καταλάβω ότι το γάλα ήτανε νερωμένο ούζο «Κολοσσός», που ο Γιώργος το τιμούσε δεόντως, και το προσέφερε σε όλη την πελατεία, πλην εμού.
Εκείνη την εποχή όλα τα προϊόντα ήτανε ντόπια, δεν ερχόντουσαν φορτηγά με το καράβι. Εξάλλου το καράβι δεν χώραγε φορτηγά, τα εμπορεύματα ερχόντουσαν με την παλέτα και φορτωνόντουσαν με το βίντσι. Όσοι θυμούνται αναφέρω τα ονόματα: Μιαούλης, Κανάρης, Αικατερίνη των γραμμών Νομικού.
Η νοστιμιά των εμπορευμάτων του Γιώργου θα μου μείνει αξέχαστη. Η ειδικότητα του ήτανε οι ντομάτες εποχής. Μόλις η μητέρα μου του ζήταγε ντομάτες, τιναζότανε όρθιος σα να ήτανε σε ελατήριο και διάλεγε τις καλύτερες, προσφέροντας πάντα ένα κομμάτι για να δοκιμάσει.
Η διαδικασία της αγοράς κρατούσε 15 λεπτά το πολύ, έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι να αφήσουμε τα ψώνια και μετά να πάμε στο σχολείο. Ήτανε ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει η ημέρα. Το 1965 μετατέθηκε η μητέρα μου – δυσμενώς, επειδή ο πατέρας μου ήτανε Καραμανλικός - σε ένα σχολείο στο Κριεκούκι κι έτσι πήρε την αδελφή μου κι εμένα παραμάσχαλα και πήγαμε στην Αθήνα.
Δεν θυμάμαι να ξαναείδα τον Γιώργο εκ του φυσικού, είναι όμως σα να τον είδα εχθές.
Για το λόγο αυτό κι έγραψα το παρόν, εν Μαραθώνι,1 Ιουλίου 2018.