Τέσσερα Γαστρονομικά Στιγμιότυπα από το Ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη
Ο βραβευμένος με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελληνας ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης (1900 – 1971) συνέγραψε ένα εννεάτομο Ημερολόγιο. Από τον πέμπτο τόμο (1 Γενάρη 1945 – 19 Απρίλη 1951), αποθησαυρίζω τα τέσσερα γαστρονομικά στιγμιότυπα, που παρουσιάζω σήμερα. Στο πρώτο κυριαρχεί η απογοήτευση, στο δεύτερο το χιούμορ, στο τρίτο μια φιλοσοφική διάθεση, και στο τέταρτο επικρατεί η αρχέγονη μανιώδης απόλαυση ενός μεσημεριανού γεύματος.
- Σάββατο, 24 Ιουνίου 1950
Ο Σεφέρης κάνει ένα ταξίδι με τζιπ από την Άγκυρα στη Νοτιοδυτική Τουρκία, και φτάνει αργά το βράδυ στα Μούγλα, μια κωμόπολη. Σημειώνω ότι εκείνη την αποχή ήτανε διπλωματικός σύμβουλος στην Ελληνική Πρεσβεία στην Άγκυρα (1948 – 1950).
«Πεινούσαμε, ήμασταν κατάκοποι. Μας έδειξαν ένα εστιατόριο ακόμη ανοικτό. Ζήτησα αυγά τηγανητά. Όμως η φωτιά είναι δύσκολο πράγμα. Από πολλά φυσήματα, αναστήθηκαν δύο ξυλοκάρβουνα, όμως και το τηγάνισμα έμοιαζε πολύ μπερδεμένη υπόθεση. Τυρί δεν υπάρχει.»
Ο ποιητής είναι πεινασμένος και αποκαμωμένος από το ταξίδι, και η έλλειψη κάποιας στοιχειώδους τροφής τον απογοητεύει.
- Κυριακή, 25 Ιουνίου 1950
Την επόμενη ημέρα, ο Σεφέρης φτάνει στην Μαρμαρίδα, και καταλύει σε Λέσχη που είναι πάνω στη θάλασσα. Όμως το βράδι στο δείπνο, που σερβίρεται πάνω σε θαλασσινή εξέδρα, δεν υπάρχει ψάρι.
«…μ΄έχει πιάσει μεράκι για λίγη ζεστή μαρίδα, που είναι ωστόσο πράγμα πιο ανέφικτο κι από την κόρη του βασιλιά Καμούζ μπέν Ταμούζ, στις χώρες του Σιν και του Μασίν (Χαλιμά).»
Δεν γνωρίζω να έχει ξαναγίνει τέτοια σύγκριση της ταπεινής μαρίδας με την κόρη του βασιλιά! Είναι το άτιμο το μεράκι που τα κάνει αυτά. Ούτε ο καλλιεργημένος ποιητής μπορεί να αντισταθεί στα καλέσματα.
Εδώ ο Σεφέρης είναι σαφώς απογοητευμένος, αλλά εκφράζει αυτή την απογοήτευση με ένα εξαιρετικό χιούμορ, που αλλάζει εντελώς το περιστατικό, και φέρνει κι ένα χαμόγελο στα χείλη.
- Τετάρτη, 18 Οκτώβρη 1950
Ο Σεφέρης επισκέπτεται τη γενέθλια γη του, τη Σμύρνη και συναντά ένα μεγαλέμπορο σύκων. Τα σύκα, οι σταφίδες και τα καπνά αποτελούσαν τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της Σμύρνης και της περιοχής από τις αρχές του 20ου αιώνα. Μετά από μια μακρά συνομιλία, ο ποιητής γράφει:
«Συλλογιζόμουνα τις γαλήνιες συκιές που έβλεπα καθώς βράδιαζε στον κάμπου του Μαιάνδρου. Φανταζόμουν την τροχιά που διαγράφει, από τη γέννηση του, ένα σύκο. Τα συμπλέγματα συμφερόντων και συναισθημάτων που συναντά, χωρίς να λησμονήσω τις συκοφαντίες. Αυτή η γεωμετρία με οδηγούσε εύκολα στο μηχανισμό της ζωής των αρχαίων λιμανιών της Μικρασίας. Καράβια, φορτία, λιμάνια, πολιτείες, πολυάνθρωπες, διωγμοί, μετοικεσίες, προσφυγιά, και πάλι, και πάλι – “οἵη περ καρπών γενεὴ….”».
Ο Σεφέρης παραποιεί τον στίχο 146 της Ζ Ραψωδίας της Ιλιάδας του Ομήρου, αντικαθιστώντας την λέξη «φύλλων» με τη λέξη «καρπών».
««οἵη περ φύλλων γενεὴ, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν,
φύλλα τὰ μέν τ' ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ' ὕλη
τηλεθοόωσα φύει, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη·
ὥς ἀνδρῶν γενεὴ ἥ μὲν φύει ἥ δ' ἀπολήγει.»
Όμηρος, Ιλιάς, Ζ 146-149
Και των θνητών η γενεά των φύλλων ομοιάζει·
των φύλλων άλλα ο άνεμος χαμαί σκορπά και άλλα
φυτρώνουν, ως η άνοιξη τα δένδρ' αναχλωραίνει·
και των θνητών μια γενεά φυτρώνει και άλλη παύει.
- Τετάρτη, 18 Απρίλη 1951
Ο Σεφέρης φτάνει στην Μασσαλία, καθ’ οδόν προς το Παρίσι.
«Πήγαμε για “bouillabaisse” (+) σ΄ένα εστιατόριο που μας σύστησαν. Όταν μπήκαμε, ήμασταν οι μόνοι πελάτες. Καθώς περιμέναμε την ψαρόσουπα, το εστιατόριο άρχισε να γεμίζει. Άντρες, Γυναίκες, παιδία, κι ένα κουτσούβελο καταπληκτικά βαρύ. Όλοι με τη λιχουδιά κορυφωμένη στις μασέλες, ρωμαλέες μασέλες. Μας σερβίρισαν τελετουργικά. Ρώτησα τι ψάρια χρησιμοποιούσαν – “ce sont de poisons proprices a la bouillabaisse” (*) είπε ο σερβιτόρος. Ο σκορπιός (το ψάρι) λέγεται “rascasse” αλλά μ’ άρεσε η λέξη “proprice” (**) την ώρα εκείνη της ιερουργίας. Θα είναι πάνω από δέκα χρόνια που δεν είδα τέτοιο πανηγύρι. Οι κνίσες πλήθαιναν, τα χρώματα έλαμπαν, χρώματα από αστακούς, ψάρια, λαχανικά, φλόγες από καμινέτα. Αυτοί οι άνθρωποι καταβρόχθιζαν καταπληκτικές ποσότητες με τα δόντια, με τα ρουθούνια, με τα μάτια. Ένιωσα να φουντώνει ένα τρομαχτικό crescendo. Η πράξη φαΐ έπαιρνε την ίδια μανιώδη σημασία που πρέπει να είχε κάποτε για αρχέγονες φυλές η πράξη χορός. Ένιωσα πως λαχάνιαζα. Στο τέλος μού ήρθε η ιδέα πως η έμμονη σκέψη που κινούσε όλους αυτούς τους φαγάδες, καθώς ξεμπέρδευαν τα πιάτα τους, ήταν η σκέψη μιας οριστικής αφομοίωσης, μιας τελειωτικής κατάκτησης, και μιας επικρεμάμενης απειλής - encore un repas que l' ennemi ne mangera pas (***) – καθώς έλεγαν άλλοτε.»
Σημειώσεις
(+) ψαρόσουπα με σκορπίνα, σπεσιαλιτέ της Μασσαλίας
(*) «είναι τα κατάλληλα ψάρια για τη σούπα»
(**) «κατάλληλο»
(***) «ακόμα ένα πιάτο που δεν φάει ο εχθρός»