Μια παλιά αγάπη
Toν είδα πρώτη φορά μια νύχτα πριν δεκαπέντε χρόνια, όταν μου έστειλε την αστυνομία για ένα πάρτυ.΄Ενας ξερακιανός αγριωπός παππούς που με τα χρόνια κατάλαβα ότι ήταν αυτό που λέμε «στριμμένο άντερο». Μονόχνωτος, με τη γειτονιά είχε λίγα, δεν έβγαινε πολύ, δεν πήγαινε στο καφενείο. Προς το τέλος είχαμε μια καλημέρα μέσα απ΄ τα δόντια- εκείνος ανταπαντούσε τις ζυγές μέρες. Τη φωνή του την άκουγα κυρίως από τα γαμοσταυρίδια για τα γαυγίσματα του σκύλου μου.
Την αστυνομία μου την έστειλε άλλες τρεις φορές.
Τις αυλές μας τις χώριζε ένα ψηλός φράχτης- εγώ από μια μικρή ταράτσα όπου έχω στήσει την αιώρα μου έβλεπα τη δική του, εκείνος δεν μπορούσε να δει τη δική μου. Εκτός από τις μπάλες των παιδιών μου, που ήταν ακροβολισμένες σε διάφορα σημεία του κήπου του και δεν τις επέστρεφε ποτέ (κάμποσες φορές του είχα ζητήσει να τις πετάξει πίσω αλλά έκανε πως δεν άκουγε), παρατηρούσα καμιά φορά και τα δέντρα του. Με εντυπωσίαζε ότι ήσαν ολόιδια με τα δικά μου σε ηλικία, αριθμό και είδος. Από τη γειτονιά έμαθα ότι τα είχαν φυτέψει παρέα με τον από ετών αποδημήσαντα προηγούμενο ιδιοκτήτη του σπιτιού μου, δεκαετίες πριν.
Περνούσε πολλές ώρες στον κήπο του. Κλάδευε, σκάλιζε, πότιζε, έκοβε φρούτα, καθάριζε τα φύλλα, παραμέριζε τις μπάλες, περιφερόταν άσκοπα- όλα αυτά με τις αργές κινήσεις της ηλικίας του. Κάποιες φορές στεκόταν για ώρα κάτω από ένα δένδρο σαν να του έκανε παρέα, άλλες κρατούσε τα φλούδια από τα μανταρίνια πολλή ώρα στη μύτη του σαν μεθυσμένος από το άρωμά τους -νομίζω η αδυναμία του ήταν η ροδιά, σχεδόν χάιδευε το φύλλωμα και τα ρόδια. Και πάντα αμίλητος. Αμίλητος κι εγώ, στην αιώρα, τα ζεστά μεσημέρια. Μετά από λίγες μάταιες απόπειρες να του πιάσω κουβέντα τον πρώτο καιρό είχα αποδεχθεί την βουβή γειτνίαση.
Θά 'χαν περάσει δέκα χρόνια από την πρώτη γνωριμία μας, όταν ένα απόγευμα Κυριακής τον ακούω να με ρωτά ξερά: «Η μεσαία πορτοκαλιά ζει;». «Ζει»του απαντώ. «Είναι καλά;». «Καλά είναι, λίγο μικρή, δεν κάνει πολλά πορτοκάλια, αλλά είναι εντάξει». «Δεν έπιανε από την αρχή. Ο μακαρίτης ήθελε να την ξεριζώσει- εγώ την ανάστησα. Πέντε φορές πήγε να πεθάνει».Τέλος.
Του είπα αν ήθελε να έρθει μέσα να την δει αλλά είχε ήδη απομακρυνθεί- ο χρόνος μου είχε εξαντληθεί.
Ο μπαγάσας δεν ζήτησε ποτέ να μάθει από τον γείτονά του τίποτα- πώς με λένε, από πού είμαι, τι δουλειά κάνω, τι κάνουν τα παιδιά μου. Ο μόνος σκοπός που διέθεσε τις λίγες λέξεις που προόριζε για μένα ήταν η υγεία μιας λυμφατικής πορτοκαλιάς, που, εξόριστος στον κήπο του, δεν είχε δει για πάρα πολλά χρόνια. Τους χώριζε ένας "Ατλαντικός" φράχτης αλλά της φύλαγε ακόμα τρυφερότητα.
Τότε, σκέφτηκα, είναι τυχαίο που ο κηπουρός είναι αρσενικό και τα δένδρα που θέλουν φροντίδα θηλυκά;
Λίγες μέρες αργότερα είδα το αγγελτήριο νεκρόσημο στην πόρτα του.
Δείτε το προφίλ του Ανδρέα Πετρουλάκη στο protagon.gr