Ο λαχανόκηπος της μικρής Νικίτα
Ο λαχανόκηπος της γιαγιάς Αλεξάνδρας, στα Μαστοροχώρια, στο Γράμμο, είναι ένας παραδεισένιος τόπος για τη Νικίτα. Το καρότο γίνεται γλειφιτζούρι στο χέρι της να το ροκανίζει σιγά-σιγά και τα φασολάκια κομμένα με τα χέρια της τόσο γευστικά που όλα τα άλλα φασολάκια δεν είναι ποτέ «σαν της γιαγιάς Αλεξάνδρας».
Μοναδικά και τα γλυκά του κουταλιού και οι μαρμελάδες με άγρια φρούτα, που φτιάχνει η θεία Βούλα στο χωριό. Γευστικά πυροτεχνήματα με κυδώνι, σύκο, δαμάσκηνο, φιρίκι, κορόμηλο, άγρια λευκά μούρα, αγριολέμονο, κίτρα- όλα από τον πλούσιο μπαχτσέ της άγριας φύσης του Γράμμου.
Ειδικά δε το γλυκό δαμάσκηνο, τόσο νόστιμο που όταν έμαθε ότι ο μπαμπάς της επιστρέφει από το χωριό σε λίγη ώρα, άρχισε να τρέχει γύρω από τους καναπέδες φωνάζοντας «έρχεται ο μπαμπάς μου και μου φέρνει γλυκό δαμάσκηνο». Οι φωνές της ακόμα κι αν εκνεύρισαν τους καθήμενους στους καναπέδες φίλους, προκάλεσαν χαμόγελα συγκατάβασης, ίσως και ενδόμυχες ελπίδες ότι κι ο δικός τους ουρανίσκος θα απολαύσει σε λίγο το άγριο δαμάσκηνο της θείας Βούλας.
Στο τελευταίο ταξίδι στο χωριό τον Ιούνιο, με κλεισμένα τα τέσσερα μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, εκεί, στο περιβόλι του θεού, στις πλαγιές του Γράμμου, άρχισαν και οι πρώτες διεκδικήσεις: «Θέλω ένα λαχανόκηπο δικό μου, θέλω κι ένα σκιάχτρο δικό μου, θέλω κι ένα δεντρόσπιτο δικό μου».
Για το τελευταίο έσπευσαν μπαμπάς και παππούς και με τέχνη περισσή το έφτιαξαν.
Έστρωσε κι η γιαγιά κάτω μια κουρελού, ανέβηκαν και κάποια παιχνίδια πάνω... όμως το μυαλό και η καρδιά της δεν κατοίκησαν το ονειρεμένο δεντρόσπιτο, η ζωή ήταν αλλού.
Ήταν κάτω, στο λαχανόκηπο.
Να πατάει το χώμα, να ποτίζει, να βρέχει τα φύλλα με τις χουφτίτσες της, να βρέχει τα ρούχα της και να σκα στα γέλια, να βυθίζει τα πόδια της με ηδονικές αργές κινήσεις στις λάσπες και να τις βλέπει ενθουσιασμένη να εισχωρούν ύπουλα σε παπούτσια και κάλτσες, να κόβει όσα έπρεπε να κόψει, να ξεριζώνει και κάποια που δεν έπρεπε, να μυρίζει, να δοκιμάζει τους καρπούς, να γεύεται τα γλυκά, τα ξινά, τα πικρά με την ίδια λαχτάρα, να τα καταπίνει ή να τα φτύνει με την ίδια άνεση και φυσικότητα. Και μετά να και καπάκι κι η γοητεία της τελετουργίας του μαγειρέματος. Πλύσιμο, καθάρισμα, στην κατσαρόλα και στο πιάτο. Και οι μυρωδιές στην κουζίνα της θείας Βούλας από τα λικέρ που φτιάχνει με μελισσόχορτο ή κράνα, από τα τουρσιά και τις σάλτσες με τα μεθυστικά μυρωδικά να της ανοίγουν την όρεξη και να κουνάει το πιρούνι πέρα-δώθε ανυπόμονη να αδράξει πρώτη τα κολοκυθάκια και τους ανθούς τους κι ας τσουρουφλιστεί η γλώσσα της.
Μετά από διαπραγματεύσεις φτιάχτηκε και το δικό της σκιάχτρο. Πόσο ψηλό θα είναι, ποια ρούχα της θα του φορέσει, τι θα έχει για μαλλιά, πού θα βρεθούν κατακαλόκαιρο γάντια να ντύσει τα χέρια του, γιατί να μη χρειάζεται και εσώρουχα το σκιάχτρο της όπως χρειάζεται αυτή; Και λίγο πριν τελειώσει το πανηγύρι του λαχανόκηπου και επιστρέψει η Νικίτα στην Αθήνα τέθηκε και το αμείλικτο ερώτημα «γιατί δεν μπορώ να έχω ένα λαχανόκηπο στο σπίτι μου, στην Αθήνα;». Και πάρθηκε η μεγάλη απόφαση, η οργάνωση του λαχανόκηπου της Νικίτα στη βεράντα του σπιτιού. Άρχισαν οι επισκέψεις στα φυτώρια, διαλέχτηκαν οι γλάστρες, το χώμα, τα απαραίτητα εργαλεία. Διάλεξε η ίδια τα διάφορα «μωρά» λαχανικά σε μικροσκοπικές γλαστρούλες, μαρούλια, σαλάτες κατσαρές, μπρόκολο, καρότα, μαϊντανό, δυόσμο, πράσα, σέλινο, κρεμμύδια, τεύτλα.
Και ένα Σάββατο ηλιόλουστο η Νικίτα απέκτησε το λαχανόκηπό της, έγινε η μεταφύτευση, τακτοποιήθηκαν τα φυτά, ποτίστηκαν, μπήκαν οι γλάστρες στη θέση τους και η Νικίτα ευτυχής κάθισε να ξεκουραστεί ακούγοντας την Ντενεκεδούπολη και μιμούμενη τη φωνή του Ζουληχτή που απειλεί να φάει όλα τα ντενεκεδάκια.
[Η Σεβαστή Χρηστίδου-Λιοναράκη είναι φίλη αναγνώστρια του bostanistas.gr]