Το μάνγκο και το τρένο της ερήμου
Όλα ξεκινούν από τις αισθήσεις. Το σώμα, τα αισθήματα, οι συγκινήσεις, οι φορτίσεις, οι εντάσεις, οι δονήσεις καταχωρούνται στα πάθη του σώματος, της συνολικής μας οντότητας, της συνείδησής μας. Έλα όμως που γίνονται παρελθόν, περνούν στον χώρο της μνήμης και εκεί αρχίζουν τα πολύπλοκα. Ζούμε και βιώνουμε επειδή θυμόμαστε; Ζούμε για να θυμόμαστε; Έχουμε ανάγκη την αναδρομή, την ανάκληση, τη νοσταλγία; Η θυμική μνήμη εγγράφει με τελείως προσωπικό και υποκειμενικό τρόπο τη δική μας εμπειρική πραγματικότητα.
Δεν μπαίνω καθόλου στο συναίσθημα, δεν με ενδιαφέρει, με αποπροσανατολίζει με τις δυτικότροπες εγκεφαλικότητες και τις ψυχολογίζουσες παραφιλολογίες. Η αίσθηση στην καθαρή της μορφή και η απόλαυση είναι φευγαλέα, απροσδιόριστη, ένα ντόμινο προκλήσεων. Για να συμβεί κάτι απαιτείται τόσο η έξωθεν όσο και ή έσωθεν μαρτυρία. Για να θυμηθώ πρέπει να νιώσω, να προκληθεί κάτι μέσα μου, να γυρίσω τον χωροχρόνο στην πηγή, να καταφύγω στη μνήμη και να την ανασύρω επιμελώς ή να μου επιβληθεί χωρίς να το πολυκαταλάβω.
Τώρα θα μου πείτε τι σχέση έχουν όλα αυτά με το μάνγκο! Πριν πολλά χρόνια, στα είκοσί μου, έκανα έναν μεγάλο ταξίδι στην Ινδία για πάνω από έναν μήνα. Χωρίς πολλά μπαγκάζια, χωρίς πολλά λεφτά, χωρίς να έχω πολυδιαβάσει, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία, εκτός από τις δόσεις των εμβολίων, με τρία φιλμ μόνο και καλή νεανική παρέα, που εμπλουτίστηκε στον δρόμο.
Προσέχαμε τι τρώγαμε. Ιδιαίτερα το νερό και τα ωμά λαχανικά. Κρέας τρώγαμε, λαχανικά μαγειρεμένα - τις ωραιότερες μπάμιες της ζωής μου - πιττάκια, καυτερά, ρύζια και ψωμάκια ναν σε άπειρες ποσότητες. Το κυριότερο όμως ήταν τα φρούτα: ό,τι εξωτικό για μένα φρούτο υπήρχε το απολάμβανα, γιατί μπορούσα να το βρω παντού και πάντα από πλανόδιους πωλητές. Τα καλύτερα ήταν οι παπάγιες και τα μάνγκο σε μεγάλα μεγέθη που δεν έχω βρει αλλού. Ώριμα, έτοιμα να τα φας την ώρα που τα λαχταράει η ψυχή σου.
Υπήρχε και το Λάσι. Ένα ποτό σαν το αριάνι με φρούτα. Είναι από πηγμένο γάλα ή γιαούρτι με προσθήκη γάλακτος και μεγάλη ποσότητα πολτοποιημένου φρούτου. Στην περίπτωσή μας Λάσι με μάνγκο. Το λιγουρευόμουν αλλά ήταν και ό,τι χειρότερο, το πιο επικίνδυνο για να βρεθώ με γαστρεντερίτιδα ξεγυρισμένη. Το κακό ήταν ότι η μητέρα της γαλλίδας φίλης, που μας είχε προσκαλέσει να πάμε στο Δελχί όπου ζούσαν οι γονείς της, μας έδιωξε άρον άρον απ' το σπίτι της. Φυσικά δεν άφησε και την κόρη της που ήξερε λίγο τη χώρα να μας ακολουθήσει. Ο λόγος;
Δεν είχαμε επιμείνει να βρούμε και να πάρουμε μαζί μας τα ενδεδειγμένα φάρμακα. «Θα αρρωστήσετε, δεν αναλαμβάνω καμία ευθύνη!». Ο φόβος λοιπόν με κατέτρεχε. Δεν υπήρχε και επικοινωνία με την Ελλάδα, δεν τηλεφώνησα σε κανέναν, έστειλα όμως πολλές κάρτες.
Βρισκόμασταν νομίζω στην Johdpur, είχαμε πάλι κάπου ανακαλύψει καλό φαγητό. Έλα που είχε και Λάσι... Όλοι οι άλλοι είχαν πιει και ξαναπιεί για δεν ξέρω πόσες φορές. Με πρήξανε κυριολεκτικά με τα «χάνεις», «είσαι κολλημένη», «αφού δεν έχουμε πάθει τίποτα μέχρι τώρα» κλπ. Το ήπια το ρημάδι και ήταν εξαιρετικό, όπως και ό,τι πρωτόγνωρο δοκιμάζαμε καθημερινά!
Δεν χρειάζεται φυσικά να σας πω τη συνέχεια, την φαντάζεστε. Μόνο εγώ ήμουν άρρωστη για δυο μέρες. Και όπως αναμενόταν, τα φάρμακα δεν έκαναν τίποτα. Έπρεπε όμως να ξεκολλήσουμε, ακόμα και στην κατάστασή μου πήραμε το τρένο που από το βραδάκι θα διέσχιζε την έρημο Ταρ για να φτάσουμε αργά το πρωί στη Jeisalmer. Ακόμα και σε κανονικές συνθήκες σκέτη ταλαιπωρία! Είχαμε όμως ξαπλωτές θέσεις. Οι άνθρωποι είναι, ή μάλλον ήταν, πολύ έξυπνα οικονόμοι, γιατί δε νομίζω ότι αυτά τα τρένα υπάρχουν πια. Ο διάδρομος στα δεξιά του βαγονιού, οι θέσεις αριστερά, δυο καναπεδάκια ανφάς για τρεις και τρεις επιβάτες. Όλοι θα κοιμόμασταν. Η πλάτη του καναπέ σηκωνόταν, στερέωνε και γινόταν κουκέτα. Υπήρχε και άλλη μία πιο πάνω, που βέβαια έφτανε σχεδόν στην οροφή. Αυτήν είχα πάρει εγώ.
Με τα πόδια προς το διάδρομο και το κεφάλι κολλημένο στο παράθυρο, όπου ο αέρας της ερήμου έκανε το θαύμα του. Η ηρεμία των ανθρώπων και του τοπίου καταλάγιασε το σώμα μου. Δεν θυμάμαι γιατί αλλά δεν χρειάστηκε να σηκωθώ. Βρισκόμουν σε μια αδρανή κατάσταση, όπου όλες οι αισθήσεις και τα κύτταρα του σώματός μου βρίσκονταν σε βρασμό, σε εξέγερση και συνάμα σε πλήρη απάθεια και ακινησία. Έφταιγε το μάνγκο για την κατάστασή μου, αλλά μετά από δυο βδομάδες είχα αλλάξει ρυθμούς, προτεραιότητες, ανάγκες, σκέψεις για αρκετά θέματα.
Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι κάτι ακουμπούσε στην πατούσα μου. Ήταν άγγιγμα από ανθρώπινο χέρι. Αυτός που βρισκόταν αντίστοιχα στη διπλανή κουκέτα είχε το κεφάλι του από τη μεριά του διαδρόμου. Δεν με έβλεπε όμως. Ούτε τα πόδια μου αντίκρυζε, ακόμα κι αν έκανε επίδειξη γιόγκικης άσκησης. Είχε περάσει το χέρι του και σιγά - σιγά άρχισε να με χαϊδεύει. Δεν αντέδρασα καθόλου. Μου άγγιζε και μου χάιδευε τα πόδια όλη τη νύχτα. Κοιμόμουν, ξυπνούσα και αφηνόμουν στο χάδι ενός αγνώστου. Δεν τον ξαναβρήκα ποτέ. Μέχρι να σηκωθώ και να τον αναζητήσω είχε εξαφανιστεί. Αυτός σίγουρα είδε το πρόσωπό μου, εγώ ευγνωμονώ το μάνγκο.
Για να ανασύρω την ανάμνηση αρκεί ένα μάνγκο περασμένο στο μπλέντερ, ένα κεσεδάκι αληθινό γιαούρτι χωρίς την πέτσα και λίγο γάλα - αν σας ξινίζει πολύ. Παγάκια και τρία φυλλαράκια δυόσμο. Δοκιμάστε το, σας εύχομαι να είναι για καλό.
[H Άννα Γαλανού είναι εθνολόγος]