Λατρεμένο μου ψυγείο, με σώζεις
«Δεν προλαβαίνω» είναι το μόττο μου τις τελευταίες πολλές εβδομάδες. «Δεν προλαβαίνω» ή «δεν κάνω κέφι»; Μη περιμένετε να σας απαντήσω με το χέρι στην καρδιά. Γεγονός είναι ότι η νυν φάση δεν με εμπνέει για πολύωρη προετοιμασία, σκέψη, αναζητήσεις, πολλά σκεύη, λεπτομερέστατες διαδικασίες. Αν υπήρχε το περίφημο μαγικό ραβδάκι, ε! θα το χρησιμοποιούσα ακόμη και στην κουζίνα μου.
Έλα όμως που όλο και κάποιος περιμένει από σένα φαγητό. Σαν τα μικρά στρουθία που κάθονται στη φωλιά με το στόμα - τέντα, ώστε να έρθει το πολυπόθητο σποράκι, σκουληκάκι.
Η λύση του «άψε σβήσε» εξασφαλίζεται μόνο από το λατρεμένο μου ψυγείο του οποίου τις δυνατότητες ως τώρα περιφρονούσα. Τα έγκατά του (δηλαδή η κατάψυξη) είχε μόνο παγάκια και λιμοντσέλο (με τον Ορφανό θα κονταροχτυπηθούμε, είναι βέβαιον) και κόντευα να πειστώ από τον Ψυχογιό και την Ταχιάου που λίγο-πολύ το θεωρουσαν είδος περιττό.
(Ζεστό το λιμοντσέλο δεν λέει αγαπητοί μου).
Επιπλέον υπάρχουν και οι εργένηδες φίλοι που ανά τακτικά διαστήματα βγάζουν μια φωνή παρακλητική, αναμημνισκόμενοι κάτι ταπεράκια που έφταναν στην πόρτα τους. Να τους απογοητεύσω και αυτούς; Αμαρτία.
Τελευταίο και διόλου έσχατο: όσα ο Τάκης Καλλιμάνης είπε στην Στέλλα Αλαφούζου, εδώ, στο bostanistas, για τη διαφορά φρέσκου και νωπού. Άφησα στρεβλές εντυπώσεις στην άκρη και το πήρα απόφαση. Μια - δυο προμήθειες και ελάχιστη (μα ελάχιστη προετοιμασία μια μέρα που τα κέφια είναι λίγο παραπάνω από το ναδίρ) και την βγάζεις καθαρή.
Ιδού λοιπόν τα αγαπημένα που μου εξασφάλισε αυτές τις μέρες η «ανακάλυψη» της κατάψυξής μου.
Καλαμαράκια σαλάτα
- 1 κιλό καλαμάρια αποψυγμένα, καθαρισμένα, κομμένα
- αλάτι καλό
- 1/3 φλιτζ. σέλερι ψιλοκομμένο (αν βρούμε, προαιρετικό)
- 1/3 φλιτζ. σέλινο τα φυλλαράκια ψιλοκομμένα
- 1/3 φλιτζ. ψιλοκομμένα φρέσκα κρεμμυδάκια
- 1 χούφτα από πράσινα σαλατικά (ό,τι έχουμε)
- 1 αβοκάντο
- 1 κουταλιά της σούπας ξύσμα λεμονιού ή λάιμ
- 1-2 κουταλιές της σούπας χυμό λεμόνι ή λάιμ
- ½ φλιτζ καλό ελαιόλαδο
Τα ξεπλένουμε πάντα τα κατεψυγμένα κάτω από τρεχούμενο νερό, τα στεγνώνουμε καλά με χαρτί κουζίνας κι έπειτα κόβουμε σε ροδέλες το σώμα, τα πλοκάμια στα δύο.
Τα βάζουμε να πάρουν ίσια - ίσα μια βράση, μέσα σε αλατισμένο νερό, για ένα δυο λεπτά.
Τα σουρώνουμε και κατευθείαν τα ρίχνουμε σε παγωμένο (ναι! με μπόλικα παγάκια) νερό ώστε να ανακοπεί απότομα ο βρασμός. Μετά από λιγάκι κι όταν πια το σώμα των καλαμαριών θα 'χει γίνει αναγκαστικά και βίαα δροσερό, το στεγνώνουμε σχολαστικά.
Σε βαθιά σαλατιέρα που να εμπνέει για καλό ανακάτωμα, αναμειγνύουμε όλα τα μυρωδικά και χορταράκια μαζί με λίγο αλάτι. Μαζί και το καλό ελαιόλαδο. Το μυρωδάτο μίγμα θα υποδεχτεί τα αφράτα καλαμαράκια. Τελευταίο το αβοκάντο. Γενναίο ανακάτεμα, πιπέρι φρεσκοτριμμένο.
Δεν τρώγεται προφανώς ζεστό - χλιαρό ή και κρύο ακόμη.
(Μπορούμε αντί να βάλουμε τα καλαμάρια να πάρουν αυτή τη μία βράση, να τα περάσουμε από καυτό μαντεμένιο τηγάνι για ελάχιστο. Πρέπει η φωτιά να 'ναι πολύ δυνατή. Τα 'χουμε αλείψει μόνο με ελάχιστο λάδι.)
Τα ρεβύθια του πεινασμένου Ιωάννη
Μη φαντασθείτε ότι περιμένω να μουλιάσουν να ρεβύθια ολονυκτίς, να τα βράσω και μετά να αρχίσω τη διαδικασία. Να 'ναι καλά η Αγλαΐα Κρεμέζη! Εχω έτοιμα, βρασμένα, χωρισμένα στην κατάψυξη σε αεροστεγή σακκουλάκια: τα ετοιμάζω όταν με πιάνει νοικοκυροσύνη (δηλαδή μια φορά στο τόσο).
-
1 πακέτο ρεβύθια (δηλαδή το περιεχόμενό του, βρασμένο, έτοιμο
με τον τρόπο της Αγλαΐας) - ½ φλιτζ. ελαιόλαδο
- 2 μεγάλα κρεμμύδια κομμένα ροδέλες
- 1κόκκινη, 1 πράσινη, 1 κίτρινη, 1 πορτοκαλί πιπεριά
- 1 ποτηράκι λευκό κρασί ή 1 ένα σφηνάκι τσίπουρο καλό
- δεντρολίβανο
- αλάτι καλό και πιπέρι από τον μύλο
- 1-2 κουταλιές κατίκι ή άλλο φρέσκο τυρί
Ο Γ. δεν τρώει σκόρδο, δεν τρώει δυόσμο, δεν τρώει μαϊντανό. Όμως λατρεύει τα όσπρια.
Όταν εξέπεμψε σε υπερήχους (είναι η αλήθεια) το μήνυμα ότι δεν μπορεί πια να χορτάσει μόνο από τον παγωτατζή της γειτονιάς του, ιδού τι του ετοίμασα κι έκτοτε καθιερώθηκε.
Σε βαθύ τηγάνι ή απλωτή κατσαρόλα μαραίνω τις πιπεριές κομμένες σε φετάκια. Μετά από 3 με 4 λεπτά ρίχνω και το κρεμμύδι. Όταν ξανθίσει το κρεμμύδι (και οι πιπεριές πια εχουν μαραθεί για τα καλά) προσθέτω τα βρασμένα ρεβίθια και το δεντρολίβανο. Δυο - τρία καλά ανακατώματα, περιμένω να ανέβει η συνολική θερμοκρασία και σβήνω με το κρασί. (Μια μέρα που ούτε κρασί είχα, είδα στην κατάψυξη το σπιτικό - δυναμίτη τσίπουρο του Δημήτρη Ψυχογιού κι είπα γιατί όχι;)
Ένα - δυο λεπτά να εξατμιστεί το τσίπουρο, αλάτι, πιπέρι και το αφήνω για ελάχιστα πάλι λεπτά (3 ως 4) σε χαμηλή φωτιά με σκεπασμένο το καπάκι. Σβήνω.
Μόλις γίνει χλιαρό το σερβίρω (στο τάπερ που γράφει απέξω «Γιάννης»), με μια κουταλιά κατίκι στο κέντρο.