Έξω λάβα, εμείς στην κάβα
Ήταν κάποτε κάτι ώρες νεκρές απο ερεθίσματα, παιδικές πληκτικές στιγμές, που δεν κουνιόταν τίποτα. Μεσημέρια καλοκαιρινά, που ο ήλιος ο ηλιάτορας μεσουρανούσε και τους κοίμιζε όλους, γονιούς και ανθρώπους του σπιτιού.
Το κτήμα κοιμόταν κι αυτό διψασμένο, μαζί με τα σκυλιά και τον αγέρα. Ήταν τότε που, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, έβλεπα τον κόμη Μοντεχρήστο να ανακαλύπτει τον θησαυρό του, γεμάτο μαγικά πετράδια στον βυθό της θάλασσάς του. Ήταν πλούσιος, καλός, δυνατός και χειριζόνταν το σπαθί καλά, όσο κανείς άλλος... Κι εγώ με το ξύλινο σπαθί στο χέρι για να διώχνω τις μύγες, με τον γυάλινο βόλο στο μάτι κόντρα στον ήλιο, μαγευόμουν απο τις κίτρινες, μπορντώ και πρασινόσκουρες ανταύγειες που σπίθιζαν στο μάτι μου από τα δικά μου πετράδια. Γινόμουν έτσι κι εγώ πλούσιος, καλός, δυνατός και χειριζόμουν το σπαθί καλά, όσο κανείς άλλος...
Πέρασαν τα χρόνια και τώρα έχω κολλημένα, όπως τότε, στο μάτι κόντρα στον ήλιο τα παλιά μπουκάλια των λικέρ με τις κίτρινες, μπορντώ και πρασινόσκουρες ανταύγειες που σπιθίζουν στα μάτια μου, τα δικά μου πετράδια. Πετράδια της κερκυραϊκής γης, εμφιαλωμένα μέσα σε μπουκάλια με φως από ανολοκλήρωτα ηλιοβασίλεματα, στέκουν χρόνια στην waiting list της κάβας μας.
Κάποια φτιαγμένα από το 1985, όταν ξαναζωντάνεψαν από την Νινέττα οι συνταγές της Λίζας του 1890 με τα 36 είδη λικέρ. Πολλά για τέρψη, άλλα για να σκάσουν οι φιλενάδες με την πολυπλοκότητα των συστατικών και την ιδιαίτερη γεύση κι άλλα μόνο και μόνο για να επιτευχθεί ένα ορισμένο ειδικό βάρος.
Το show τότε ήταν να γίνει ένα σωστό cock tail (ουρά του κόκορα). Κάθε λικέρ ανάλογα με το ειδικό του βάρος προσετίθετο στο ποτήρι τελετουργικά σιγά, μέχρι που η στρωματογραφία του να μοιάζει με μια ουρά κοκόρου. Όποιος το έπινε ολόκληρο νόμιζε μετά ότι ήταν κόκορος, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία... Λικέρ λοιπόν από σοκολάτα, από καφέδες, από κρέμες, από λουλούδια, από φρούτα, από βότανα, από μέλι, από καρύδια, από αμύγδαλα, από εσπεριδοειδή, από χρώματα της γης και τ' ουρανού, γεύσεις που σε μαθαίνουν να παίζεις μαζί τους και σου δίνουν στο τέλος την άκρη του κουβαριού, για να ψάξεις να βρεις αναμνήσεις από όμορφες στιγμές.
Όμορφες στιγμές όταν, μετά το φαΐ, στο τραπέζι των εικοσιτεσσάρων, σηκώνονταν όλοι, με ένα ποτήρι του λικέρ στο χέρι, για να το περιφέρουν στον κήπο γεμάτο με "Grand Marco" από το κτήμα.
«The San Marco pride» έλεγε η νόνα Λίζα, σηκώνοντας το ποτήρι της στον ήλιο για να αστραποβολήσει το πετράδι στα τρεμάμενα χέρια της. Ήταν περήφανη και ανελάμβανε η ίδια την δημιουργία του...
pride της.
Έβαζε ένα κιλό ζάχαρη να βράσει με ένα λίτρο νερό για 8 λεπτά. Μετά έριχνε 10 κ.σ. εσσάνς στο ζεστό σιρόπι. Όταν κρύωνε τελείως, έβαζε το μισό λίτρο αλκοόλ και μετά το φιλτράριζε και το άφηνε να περιμένει τουλάχιστον 2 μήνες. Η ποσότητα της εσσάνς ήταν ανάμικτη από εσσάνς πορτοκαλιού, μανταρινιού, κουμ-κουάτ, λεμονιού, grape fruit και περγαμόντου.
Το μυστικό σφραγιζόνταν από 2 κουταλιές μέλι και μια πρέζα κανέλα.