Μην πετάτε τους ανθούς
O μανάβης στη λαϊκή της Ξενοκράτους με πήρε παράμερα πίσω από τον πάγκο με τα παρατεταγμένα κολοκύθια και τις μελιτζάνες λέγοντας μου: «έλα να σου δείξω κάτι, αν σ’ ενδιαφέρει. Οι πελάτες δεν τα θέλουν γιατί δεν κρατάνε στο ψυγείο, μαραίνονται, κολλάνε κι είναι μπελάς». Άνοιξε μια χαρτοσακκούλα γεμάτη ανθούς κολοκυθιών. Κιτρινοπράσινα και τρυφερά, δεν είχαν προλάβει ακόμη να κλείσουν τα πέταλά τους. Δεν ήθελε και δεύτερη σκέψη, πάραυτα δέχτηκα το φίλεμα. Ναι, προφανώς δεν αντέχουν στο ψυγείο αν τα αφήσεις μέρες μαζί με το κολοκυθάκι. Αλλά τόσο ωραία βρώσιμα λουλούδια είναι αμαρτία να πάνε χαμένα.
Όταν εφτασα σπίτι, τα πέταλα τους από τη ζέστη είχαν κλείσει και μπλεχτεί, έτοιμα να σχιστούν. Γέμισα μια λεκανίτσα παγωμένο νερό, τα έριξα μέσα κι όλα διορθώθηκαν: άνοιξαν, αποκολλήθηκαν τα μακριά πέταλα και μπόρεσα πανεύκολα να κόψω από μέσα στον στήμονα. Από την εξωτερική πλευρά, έκοψα το κοτσανάκι κι ήταν έτοιμα πια για να τα μαγειρέψω.
Ανθοί κολοκυθιών γεμιστοί
- 15 περίπου ανθοί
- ισάριθμες μικρές κουταλιές ρύζι (κίτρινο, για πιλάφι σπυρωτό)
- 1 ντομάτα τριμμένη
- 1 κρεμμύδι μεγάλο ψιλοκομμένο
- 2 φρέσκα κρεμμυδάκια ψιλοκομμένα
- ½ ματσάκι δυόσμο
- ½ ματσάκι άνηθο
- ½ ματσάκι μάραθο
- ½ φλιτζάνι ελαιόλαδο
- αλάτι και πιπέρι
Ανακατεύω με ένα κουτάλι σε ένα βαθύ μπολ το ρύζι, των δυο λογιών κρεμμύδια, τα μυρωδικά, αλάτι και πιπέρι. Προσθέτω την ντομάτα τριμμένη και το λάδι. Γεμίζω κάθε ανθό απαλά και κλείνω το πέταλα – σας διαβεβαιώ είναι πολύ ευκολότερο από το τύλιγμα των αμπελόφυλλων!
Ο φούρνος να ζεσταίνεται στο 180. Λαδώνω καλά ένα απλωτό σκεύος (κεραμικό, πυρέξ ή ταψί). Αραδιάζω τους γεμισμένους ανθούς προσέχοντας να μην ακουμπά ο ένας με τον άλλον γιατί τα άνθη κολλάνε πολύ εύκολα. Προσθέτω τόσο νερό μέχρι να καλύπτονται κατά τα ¾ στο ύψος τους. Σκεπάζω με αλουμινόχαρτο και ψήνω 15 λεπτά σκεπασμένα και άλλα 5-7 λεπτά ακάλυπτα. Άντε και ανάβω στο τέλος λιγάκι το γκριλ, ίσα που να αρχίσουν να ξεροψήνονται.
Από δίπλα, στο πιάτο, μια γενναία κουταλιά καλό γιαούρτι.
[Συνταγή από το βιβλίο του Δημήτρη Σκαρμούτσου «64 εδώδιμα»]