"Σ' άρεσε κούκλα μου;"
Παραμονές Χριστουγέννων, μεσημέρι. 1966, μια χρονιά πριν από το 67. Όρθια μπροστά από το τραπέζι, στρωμένο και κολλαριστό. Από τη μπαλκονόπορτα της Τσακάλωφ μπαίνει χειμωνιάτικο φως. Χάζευα τα σκαλάκια της οδού Λυκαβηττού.
Άκουσα τα βήματα του, και γύρισα. Δεν έβλεπα τι κρατούσε στο χέρι, το ‘χε πίσω από την πλάτη του. «Κλείσε τα μάτια σου και άνοιξε το στόμα σου» είπε. Όπερ και έκανα χωρίς τσιριμόνιες, κολακευμένη μάλλον η εξάχρονη. Έκρηξη και ανατίναξη: όλα τα πετρώματα του θαλασσινού βυθού, τα αλάτια και οι αχινοί, τα όστρακα και τα φύκια μαζί με το νοτισμένο δάσος, τα άγρια μανιτάρια και το χώμα. Τα πιο χθόνια και τα πιο νερένια. Πώς γίνεται σε μια τόση δα, ελαφρώς κολλώδη, μπουκίτσα; «Μεγάλη ντελικατέτσα, το στειλαν από το Μεσολόγγι, σπουδαίο και σπάνιο, σ’ άρεσε κούκλα μου;» Το χρώμα του σαν σκούρο κεχριμπάρι.
Σαράντα έξι χρόνια έχουν περάσει και πώς στο καλό είναι δυνατόν να μένει ατόφια εκείνη η πρώτη γνωριμία; η γεύση, κυριαρχικά, να επιβάλλεται και από την όσφρηση να μην απουσιάζει ούτε κατ’ ελάχιστο, εκτός από το άρωμα των πολύτιμων αυγών και η επιπλέον αύρα από τα ίχνη του τσιγάρου του (Δελφοί) και της κολώνιας (Tabac);