Η μπριζόλα του εργένη
Όσοι ζουν, ή έχουν ζήσει έστω για σύντομο διάστημα, ως εργένηδες, θα συμφωνούν πως η πιο κοπιαστική φροντίδα για το νοικοκυριό τους είναι, μετά το κατά γενική ομολογία ανυπόφορο σιδέρωμα, η ετοιμασία του καθημερινού φαγητού. Ακόμα και οι ορκισμένοι υποστηρικτές του ντελίβερι κάποτε αγανακτούμε με τα νόστιμα μεν αλλά μονότονα πακέτα που καταφθάνουν σωρηδόν από γειτονικές σουβλακερί ή κρεπερί και αναζητούμε αλλιώτικες, σπιτικές, απολαυστικές λιχουδιές. Η προσπάθεια συνήθως ξεκινά με βιβλία τύπου Τσελεμεντέ που, παρά τις λεπτομερείς συμβουλές τους, σπανίως θα μας οδηγήσουν σε κάτι που να τρώγεται.
Ελλείψει πείρας και υλικών - αφού τα ντουλάπια του εργένη είναι κατά κανόνα άδεια - υπάρχουν αρκετές κουζινικές μαγγανείες που μας βοηθούν να ετοιμάσουμε καθημερινά, απλά και νόστιμα γεύματα. Αρχής γενομένης από το σήμα κατατεθέν κάθε εργένικου, συνηθέστερα αντρικού, σπιτιού που σέβεται την ταυτότητά του, την μπίρα. Από το ψυγείο μπορεί να λείπουν τα μύρια όσα αλλά πάντοτε, ακόμα και μετά από πολύμηνη απουσία, ένα μπουκάλι ή κουτάκι μπίρας βρίσκεται καρτερικά κρυμμένο σε κάποια γωνία του, πίσω από το χαλασμένο ψωμί ή το άδειο τάπερ. Αυτό και μόνο μαζί με δυο φρεσκοαγορασμένες μαλακές μπριζόλες, αρκούν για να ετοιμάσουμε ένα ζουμερό και κυρίως σπιτικό μεσημεριανό ή δείπνο.
Για τις εργένικες μπριζόλες μας αναγκαία είναι τα εξής
- 2 μοσχαρίσιες μπριζόλες
- 1 κουτάκι μπίρα της αρεσκείας μας
- θυμάρι ή / και ρίγανη
- αλάτι και πιπέρι κατά βούληση
Προαιρετικά, αν ανήκουμε στους σχετικά εφοδιασμένους, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και
- σκόρδο
- μουστάρδα
- μέλι
- τον χυμό ενός λεμονιού
Αρχικά ζεσταίνουμε το τηγάνι στο οποίο θα ετοιμάσουμε το λιτό μα χορταστικό γεύμα μας και εξ αρχής ρίχνουμε ελάχιστο λάδι. Μόλις εκείνο ζεσταθεί αρκετά, τοποθετούμε τις μπριζόλες και τότε, όχι πρωτύτερα, τις πασπαλίζουμε με αλάτι, πιπέρι, και, αν μας βρίσκονται, σκόρδο ψιλοκομμένο, μουστάρδα, ρίγανη και θυμάρι. Αφήνουμε να ροδίσουν από τη μία πλευρά, ομοίως από την άλλη, και ακολουθεί το βάπτισμα της μπιρός: αδειάζουμε στο τηγάνι όση από την μπίρα χρειαστεί για να καλυφθούν οι μπριζόλες μας και χαμηλώνουμε τη φωτιά.
Τις αφήνουμε να ψηθούν μέσα στον χρυσαφένιο ζωμό περιστρέφοντάς τις δύο με τρεις φορές, για να μαγειρευτούν ομοιόμορφα. Δείκτης πως θα πρέπει να τις αποσύρουμε από τη φωτιά η στάθμη του υγρού - μόλις η μπίρα φτάσει σε πολύ χαμηλό στάδιο και η όψη τους έχει πάρει καστανό, καραμελωμένο χρώμα, το ζουμερό γεύμα μας είναι έτοιμο.
Καλό είναι να προτιμήσουμε μπίρα της αρεσκείας μας, καθώς η γεύση της θα καθορίσει και τη γεύση του φαγητού. Η απλούστερη εκδοχή του, μονάχα με την μπίρα, τα μυρωδικά και το αλατοπίπερο είναι άκρως γευστική. Αν όμως διαθέτουμε όρεξη και υλικά για πειραματισμούς, πριν σβήσουμε την εστία, δοκιμάζουμε τη σάλτσα και προσθέτουμε λίγο μέλι αν η γεύση της είναι κάπως πικρή για τις προτιμήσεις μας ή τον χυμό του λεμονιού αν την βρίσκουμε υπέρ του δέοντος γλυκιά.
Αν στα πέριξ βρεθούν και μερικές πατάτες, αξίζει να τις τηγανίσουμε με τον ασυναγώνιστο, οικογενειακό τρόπο του Δημήτρη Ποταμιάνου. Τις σερβίρουμε σε λοφίσκο δίπλα στις μπριζόλες μας και απολαμβάνουμε το νόστιμο φαγητό πίνοντας το δεύτερο, αν είμαστε τυχεροί, ξεχασμένο κουτάκι δροσερής μπίρας.