Ένα tweet της γιαγιάς Ουρανίας
Ξαναγυρνώ με συγκίνηση στα σύκα, τώρα που μόλις άνθισαν τα παρτέρια της αγαπημένης μου αδέσποτης «λευκής» συκιάς, εκεί έξω στο δρόμο. Ο Δημήτρης Μπούτος μου έκανε την τιμή τις προάλλες, ανήμερα της Παναγιάς, να κλείσει το εορταστικό του τραπέζι με την πρότασή μου για φρεσκοκομμένα από το δέντρο σύκα με συνοδό τους ένα καλό προσούτο. Προσωπικά, τον συνδυασμό αυτόν θα τον έβαζα μάλλον πιο ταιριαστά στην αρχή του γεύματος, ως ορεκτικό. Και ως επιδόρπιο, με την άδεια ασφαλώς του φίλου Δημήτρη, θα διάλεγα μιάν άλλη ιδέα. Γλυκύτερη ακόμα (αν μπορεί να υπάρξει κάτι πιο γλυκό από το μελωμένο σύκο): Φρέσκα, ολόδροσα πάντα «άνθη» της συκιάς κι από δίπλα ξερά με μπακλαβαδωτή γέμιση.
Θ’ ακολουθήσω τους τύπους και θα παραθέσω τα υλικά της συνταγής. Αλλά για τον τρόπο που ετοιμάζουμε το συκομπακλάι, το ξερό γεμιστό σύκο που λέγαμε, θ’ αρκεστώ σ’ ένα tweet που ξεσηκώνω από το πολυκαιρισμένο χρηστικό τετράδιο της Ηπειρώτισσας γιαγιάς Ουρανίας.
Σύκα και συκομπακλάι
Χρειαζόμαστε
- 8 μεγάλα ωραία ξερά σύκα
- 8 φρεσκοκομμένα (όψιμα άσπρα κατά προτίμηση) σύκα
- 1 φλιτζάνι καρυδόψιχα
- 6 κουταλιές ζάχαρη (3 για τη γέμιση με την καρυδόψιχα, 3 για το σιρόπι)
- ½ φλιτζάνι νερό
- 2 ξυλαράκια κανέλας
- λίγες σταγόνες ροδόσταμου
Στην πιατέλα μας θα στρώσουμε την κατάλληλη στιγμή τα φρέσκα σύκα μας. Προσεχτικά ξεφλουδισμένα αυτήν τη φορά, δεν θέλουμε η δροσιά και η φρεσκάδα τους να κλέψει εντελώς την παράσταση από τα ιδιότυπα πλαϊνά μπακλαβαδάκια μας. Όσο γι’ αυτά τα τελευταία, ο λόγος, όπως σας υποσχέθηκα, στη γιαγιά Ουρανία: «Θα πλύνωμε μερικά (ξερά) σύκα και θα τα βάλωμε σε χλιαρό νερό δια να μαλακώσουν. Έπειτα θα βγάλωμε τα κοτσάνια και θα τα κουφάνωμε με το δάχτυλό μας. Έχομε κοπανισμένα καρύδια με ζάκχαρη και τα γεμίζομε, τα τοποθετούμε σε μια καραβανίτσα με ολίγο σιρόπι αραιό καμωμένο με ροδόνερο και τα βράζομε σε σιγανή φωτιά έως ότου πιούν το σιρόπι.»
Μέτρησα τους χαρακτήρες του λιτού και περιεκτικού αυτού σημειώματος. 185, αρκετά κοντά στο όριο των 140 που έχει θέσει ο δημοφιλέστατος ανά τον κόσμο ιστότοπος. Τι ωραία που ξέραμε από πάντα να τιτιβίζουμε!