Κι ο εργένης τρώει (σαν) σουφλέ
Αν υπάρχει ένα πρόσωπο που κάθε εργένης και εργένισσα καθημερινά μνημονεύει, αυτός είναι, το δίχως άλλο, ο εμπνευστής της ιδέας του τοστ. Μετά από αδεξιότητες, αποτυχίες και έναν σωρό άνοστα μαγειρέματα, το (ή και τα) τοστ αποτελεί την ασφαλή - και χορταστικότατη - λύση που ο μοναχικός νοικοκύρης σίγουρα θα καταφύγει.
Είναι το βασικό, ενίοτε και το μόνο διαθέσιμο, γεύμα κάθε ανοικοκύρευτου νοικοκυριού, ικανό να ικανοποιεί την πείνα από το πρωί ως το βράδυ: ένα τοστ για πρωινό, δύο για μεσημεριανό, τρία για βραδινό, προστάζει το ημερήσιο μενού όταν ντουλάπια και ψυγείο αδειάσουν. Άλλωστε λίγο τυρί σε φέτες και κάποιο αλλαντικό - ζαμπόν ή γαλοπούλα - πάντοτε βρίσκονται σε ένα πολύτιμο τάπερ ξεχασμένα στο ψυγείο, για τις ώρες της μεγάλης πείνας. Ωστόσο η παραπάνω επανάληψη, αν και χορταστική, γευστικά καταλήγει αφόρητα πληκτική. Ας «παίξουμε» λοιπόν με όσα ήδη έχουμε: με τα ίδια ακριβώς υλικά που θα ετοιμάζαμε ένα τοστ, έστω και με λίγη φέτα ή μία ντομάτα που θα εξασφαλίσουμε από κάποιον ευγενή γείτονα, μπορούμε να φτιάξουμε το πιο εύκολο σουφλέ. Όχι την κομψή εκ Γαλλίας εκδοχή του, που, επί ποινή ξεφουσκώματος, χρειάζεται πολλές φροντίδες για να καταλήξει νόστιμο και αέρινο. Το δικό μας, εργένικο σουφλέ, αφιερωμένο στους robust τύπους, χορταίνει και ξεχειλίζει από νοστιμιά χωρίς πολλές απαιτήσεις.
Επί το έργον
Χρειαζόμαστε
- φέτες ψωμιού του τοστ - όσες απαιτούνται για να καλυφθεί ο πάτος του σκεύους μας
- κίτρινο τυρί σε φέτες - κατά προτίμηση κασέρι
- ζαμπόν ή γαλοπούλα - ό,τι από τα δύο διαθέτουμε
- 1 ντομάτα
- λίγη τριμμένη φέτα ή όποιο άλλο τυρί μας βρίσκεται
Προθερμαίνουμε τον φρούρνο στους 180 βαθμούς. Σε ένα μικρό ταψί ή ένα πυρέξ στρώνουμε τις φέτες του τοστ και πάνω τους τοποθετούμε κομμένες τις φέτες του τυριού, του ζαμπόν, ή της γαλοπούλας, και επαναλαμβάνουμε με την ίδια σειρά (ψωμί - τυρί - αλλαντικό), όσες φορές προστάζει η πείνα μας. Ακολουθεί η ντομάτα σε φέτες ή ψιλοκομμένη, όπως αγαπά ο καθένας, και τελειώνουμε με το πασπάλισμα της φέτας. Αν στο ψυγείο μας βρίσκονται ένα ή δύο ξεχασμένα αυγά, τα χτυπάμε για λίγο με αλάτι και πιπέρι και περιχύνουμε το μίγμα στο σουφλέ μας - θα του χαρίσουν οπωσδήποτε πιο πλουμιστή γεύση.
Φουρνίζουμε και περιμένουμε τα τυριά να πάρουν εκείνη τη γνώριμη, ροδοψημένη και κριτσανιστή όψη τους. Μένουμε υπομονετικοί και, μόλις έχει ψηθεί σύμφωνα με τις προτιμήσεις μας, το ξεφουρνίζουμε και περιμένουμε να κρυώσει κάπως.
Απολαμβάνουμε το ζουμερό μαγείρεμά μας χωρίς ίχνος ενοχής και, απαραιτήτως, με το ύφος που ταιριάζει σε κάθε μεγάλο σεφ. Συνοδεύουμε με την υπόλοιπη ντομάτα κομμένη, για να δροσίσουν κάπως τα πράγματα, και προσκαλούμε την πρόθυμη γειτόνισσα ή γείτονα ως ένδειξη ανταμοιβής για την προσφορά (φέτα και ντομάτα) στο νόστιμο γεύμα μας.