Γευστικές αναμνήσεις: Pont-l' Évêque, σαν πρώτος οργασμός
Στην εθνική ιστορία η 13η Δεκεμβρίου έχει καταχωρηθεί ως η επέτειος του αποτυχημένου αντιπραξικοπήματος του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου, που έγινε σαν σήμερα το 1967 - μια ακόμη απόδειξη της ανικανότητάς του. Αν είχε επιτύχει, η ιστορία της χώρας θα ήταν διαφορετική. Τουλάχιστον άφησε παράπλευρο όφελος εκείνη την εποχή να δώσει η χούντα αμνηστεία για τη νίκη της, βγήκαν από τις φυλακές και τα κρατητήρια φίλοι και σύντροφοι, οι πρώτοι που είχαν συλληφθεί για αντιδικτατορική δράση.
Στην ασήμαντη προσωπική μου ιστορία, η 13η Δεκεμβρίου αποτελεί την επέτειο της αναχώρησης τρία χρόνια αργότερα, το 1970, για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Με πολλά σχέδια και όνειρα περί την Φυσική Επιστήμη που κανένα τους δεν ευοδώθηκε, τα σκότωσε η χούντα. Άφησε όμως άλλα καλά – ένα από αυτά ήταν η ανακάλυψη των τυριών, που δεν με ενδιέφεραν ως τότε. Είχα στενή σχέση μόνο με τα γλυκά: από πολύ μικρός κατανάλωνα όλες τις προμήθειες που άφηνε στην άκρη η μητέρα για τις επισκέψεις και την ντρόπιαζα όταν έφθαναν και διαπίστωνε πως δεν υπήρχε ίχνος στο βάζο με το γλυκό του κουταλιού ή στη φοντανιέρα με τα σοκολατάκια. Με όλα τα υπόλοιπα εδέσματα, η σχέση ήταν χρηστική, όπως περίπου συμβαίνει και σήμερα.
Το Παρίσι υποδέχθηκε θριαμβευτικά τον επαρχιώτη φυσικό που είχε πάει να το κατακτήσει, γεμάτο αφίσες για τον Francis Bacon – το θεώρησα σημαδιακό πως η άφιξή μου συνέπιπτε με εκδηλώσεις για τον φιλόσοφο Φραγκίσκο Βάκωνα, σύγχρονο του Κέπλερ και του Γαλιλαίου, από τους θεμελιωτές της εμπειρικής μεθόδου στις φυσικές επιστήμες. Μετά από μερικές ημέρες έμαθα πως επρόκειτο για λάθος Μπέικον: όχι για τον «Βάκωνα» αλλά για τον ζωγράφο Μπέικον που οργάνωναν αναδρομική έκθεσή του, στο Grand Palais, νομίζω. Απογοητεύθηκα. Τα έργα του ζωγράφου δεν μου αρέσουν για τη βιαιότητα τους, όχι για την τότε δυσάρεστη πλάνη, είμαι σίγουρος.
Με υποδέχτηκε και με ανθοδέσμες από νιφάδες, τις σωστές πάλλευκες κρυσταλλικές απόλυτα γεωμετρικές νιφάδες. Το παράκανε από τον ενθουσιασμό του, ήταν φοβερός εκείνος ο Δεκέμβρης του 1970, από τους χειρότερους στη Γαλλία. Η πόλη είχε αποκλειστεί για ημέρες από το χιόνι, ούτε τα τρένα δεν μπορούσαν να φθάσουν, η κεντρική της αγορά δεν μπορούσε να εφοδιαστεί και έφθαναν Χριστούγεννα. Τα αυτοκίνητα ντεραπάριζαν στου παγωμένους δρόμους, οι πεζοί γλιστρούσαμε στα πεζοδρόμια. Τα αθηναϊκά καστόρινα μποτάκια δεν προστάτευαν, το ψύχος σκαρφάλωνε από τα πόδια σε όλο το σώμα – που δεν ήταν και σοβαρά προφυλαγμένο από το παλτουδάκι, το κατάλληλο μόνο για μεσογειακούς χειμώνες. Σκεφτόμουν πως ο Μπέικον (ο δικός μου) είχε πεθάνει από πνευμονία που την άρπαξε κάνοντας πειράματα κατάψυξης και με έπιαναν μελαγχολικές σκέψεις.
Παραμονή Χριστουγέννων είχαμε ρεβεγιόν στο «Ελληνικό Σπίτι» της Διεθνούς Φοιτητούπολης των Παρισίων. Καινούργιος εγώ, δεν περνούσα τέλεια, ξενύχτησα όμως ελπίζοντας πως δεν θα κοιμόμουν μόνος. Απέτυχα, ξύπνησα κατάμονος μεσημέρι. Πεινασμένος, έβαλα βιαστικός τα μποτάκια, το παλτουδάκι και τα μάλλινα της μανούλας να τρέξω να προλάβω το φοιτητικό εστιατόριο που ήταν ακριβώς δίπλα, ευτυχώς – κλειστό, χριστουγεννιάτικη αργία. Τι τρώει ο φοιτητής που έχει ήδη καταναλώσει τα 700 φράγκα της υποτροφίας του γιατί δεν ξέρει τα κόλπα, είναι πολύ μακριά για να του στέλνουν καλάθια και αχρείαστες συμβουλές οι γονείς, έχει δανειστεί κάτι λίγα για να βγάλει τον μήνα και δεν έχει ακόμη γνωριμίες για να τον τραπεζώσουν; Δεν πηγαίνει σε εστιατόριο, φυσικά· ψάχνει να βρει μαγαζί ανοιχτό να αγοράσει κάτι φθηνό, να στυλωθεί: ψωμοτύρι.
Τα πόδια βούλιαζαν στο παρθένο χιόνι γύρω από το «Ελληνικό Σπίτι», το κρύο με περόνιαζε, το φάντασμα του Βάκωνα πλανιόταν πάνω από τα κρυσταλλιασμένα δέντρα. Έπρεπε οπωσδήποτε να αγοράσω μπότες – με τι λεφτά; Αηδιαστική παγωμένη γλίτσα με περίμενε στο πεζοδρόμιο και στο λιθόστρωτο του μεγάλου βουλεβάρτου. Βρήκα μινιμάρκετ ανοιχτό λίγο παρακάτω. Είχε ψωμί σε φέτες, είχε και τυριά, πολλά τυριά, πάρα πολλά για τα ελληνικά μέτρα της εποχής, όλα άγνωστα σε μένα – εκτός από το καμαμπέρ. Δεν το είχα σε καμιά εκτίμηση, το έβλεπα σε πανέρια στο φοιτητικό εστιατόριο: γυμνά τριγωνικά κομματάκια με κρεμώδες υποκίτρινο εσωτερικό και γύρω-γύρω ζαρωμένη φλούδα με καφετιές κηλίδες. Μου έδιναν την εντύπωση πως ήσαν βρώμικα έτσι πεταμένα στο σωρό, είχα αποφύγει να τα δοκιμάσω.
Δεν έβλεπα στο μινιμάρκετ βαρέλια και ντενεκέδες με φέτα ούτε κεφάλια με κασέρι ή κεφαλοτύρι. Όλα τα τυριά σε μικρές συσκευασίες, χάρτινες οι περισσότερες, μερικές από λεπτό ξύλο, άγνωστα ονόματα πλην του καμαμπέρ που ήθελα να αποφύγω. Η ευτραφής κυρία στο ταμείο δεν έδειχνε καμιά διάθεση να βοηθήσει, κρύωνε και αυτή. Έψαχνα κάτι φτηνό, δεν εύρισκα άκρη γιατί οι συσκευασίες δεν είχαν το ίδιο βάρος. Κατέληξα σε κάποιο τυρί που ξεχώριζε για το ξύλινο τετράγωνο κουτί του, τα άλλα ήσαν στρογγυλά και ύποπτα να μοιάζουν με το επίσης στρογγυλό καμαμπέρ. Με έντονη μαυροκόκκινη ετικέτα εντελώς χωριάτική, Pont l’ Evêque, διάβασα. «Γέφυρα του Επίσκοπου», αστείο όνομα.
Γύρισα ξυλιασμένος στο ζεστό δωμάτιό μου – και ακόμη πιο πεινασμένος. Το ξετύλιξα, είχε ευχάριστο χρώμα προς το πορτοκαλί το τυράκι μου· φαινόταν στερεό και ευχαριστήθηκα, θα ήταν κάπως σαν το δικό μας κασέρι. Πράγματι το χρώμα του εσωτερικά ήταν κιτρινωπό αλλά δεν ήταν τόσο συμπαγές όσο θα ήθελα. Έβαλα στο στόμα μου την πρώτη μπουκιά.
Είναι μυστήριο γιατί δεν έχουμε λέξεις για τις γεύσεις και τα αρώματα ενώ έχουμε για τα χρώματα. Μόνο με αναφορά σε γνωστές γεύσεις μπορούμε να περιγράψουμε άλλες. Αυτό όμως που ένιωσα εγώ ήταν χωρίς προηγούμενο, δεν είχα αντίστοιχες γεύσεις να παραπέμψω. Ένιωθα απέραντη ευχαρίστηση που από το στόμα έφθασε στον εγκέφαλο και διαχύθηκε σε όλο το σώμα. Ευχαρίστηση μεγαλύτερη και από αυτή που μου έδινε η «ξυπόλυτη» γαλατόπιτα της Αποκριάς, ανώτερη και από αυτή που μου χάριζε το στιβαρό ρεβανί της Δυτικής Ελλάδας, που δεν έχει καμιά σχέση με το χαζοχαρούμενο σιροπιαστό γλυκό της Αθήνας. Υπήρχε και κάτι τραγανό που θύμιζε παστέλι, δεν ξέρω πού βρέθηκε εκείνη τη στιγμή εκεί στο μαλακό τυρί. Μάλλον είχε κρυσταλλώσει από το κρύο, οι νιφάδες συνέχιζαν να χαιρετίζουν την άφιξή μου.
Ήταν εμπειρία πρωτογενής και συγκλονιστική, από αυτές που δεν ξεχνιούνται, όπως ο πρώτος οργασμός. Δεν με ενδιέφερε πια που ο Μπέικον δεν ήταν ο δικός μου και που έπρεπε να αγοράσω μπότες, η Γαλλία μου πρόσφερε κάτι έξω από τον κόσμο της επιστήμης και της πολιτικής που ήμουν έγκλειστος. Μέσα στο φρικτό κρύο, στον χειμώνα, στη στέρηση, στη μοναξιά, υπήρχε κάτι να απολαύσω. Κάτι που με καθησύχασε πως δεν θα είχα την τύχη του Βάκωνα.
Έκτοτε απέκτησα με όλα τα τυριά του κόσμου ερωτικό δεσμό, με το περιφρονημένο καμαμπέρ πρώτο-πρώτο, που διαρκεί ακόμα. Στα γεφύρια, θυμάμαι την πρώτη μου φορά, και όπου το βρω το Pont l’ Evêque αναζητώ τα χρώματα, την υφή, τη γεύση που είχα νιώσει τότε. Αλλά δεν τα βρίσκω. Ίσως οφείλονταν στο χιόνι, στην παριζιάνικη παγωνιά. Τούτες τις ημέρες που έχουμε βαρύ χειμώνα, και ίδιες ημερομηνίες, μπορεί να ξαναπροσπαθήσω. Αρκεί να είναι φτηνό, όπως τότε.
[Ο Δημήτρης Ψυχογιός ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει βιβλία (Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία είναι το τελευταίο του) και στο Βήμα ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Ασχολείται ερασιτεχνικά με την πολιτική, την ελαιοκομία, την οινοποιία και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων»]
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
- Ζεστό-κρύο: η κατάχρηση του ψυγείου
- Ζεστό-κρύο: το κρασί και το ψυγείο
- Αλχημείες με κρασί και τσίπουρο
- Γευστικές αναμνήσεις: Κουλούρα βαμμένη με αίμα
- Γευστικές αναμνήσεις: φλερτ με Santa Helena
- Γευστικές αναμνήσεις: πούρα και κονιάκ στο Σαβόι
- Γευστικές αναμνήσεις: ρωγομέτρημα στο Συρράκο
- Γευστικές αναμνήσεις: πίτες που στάζουν
- Στραγάλια και έρωτες τη Μεγάλη Παρασκευή
- Ταξινομικά και ετυμολογικά για τον μπακαλιάρο
- Γευστικές αναμνήσεις: μέσα από το ντόμινο