Γευστικές αναμνήσεις: Κουλούρα βαμμένη με αίμα
Όλοι οι Ψυχογιαίοι του Νιοχωριού (και είναι πολλοί, το μεγαλύτερο σόι) αντί για βασιλόπιτα κόβουν «κουλούρα» και μάλιστα όχι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς αλλά την παραμονή των Χριστουγέννων. Μόνο αυτοί σε όλο το χωριό, έτσι τουλάχιστον υποστήριζε ο πατέρας μου που είχε πάθος τις παλιές ιστορίες που αφορούσαν όχι μόνο το σόι αλλά και τα χωριά των Λεχαινών και της Ηλείας. Σύμφωνα με τη θεωρία του, η κουλούρα των Χριστουγέννων είναι κτηνοτροφικό έθιμο, το έχουν και οι Σαρακατσάνοι. Οι Ψυχογιαίοι ήσαν κτηνοτρόφοι που είχαν έρθει με το τσελιγκάτο τους από την Στερεά κατά το 1780 και από εκεί έφεραν το έθιμο. Η Πελοπόννησος είχε ερημώσει τότε από τις σφαγές και καταστροφές που ακολούθησαν τα ορλωφικά, υπήρχαν λιβάδια και καλλιεργήσιμη γη σε αφθονία.
Την είχε επιβεβαιώσει εμμέσως και ο Χαρίλαος Φλωράκης το 1989 τη θεωρία. Μόλις είχε συσταθεί ο Συνασπισμός ΚΚΕ-ΕΑΡ, στην πρώτη εκδήλωση που έγινε με σύστησε ο Λεωνίδας Κύρκος: «Δημήτρης Ψυχογιός, μπλα μπλα μπλα, τον έχεις ακουστά φαντάζομαι». Ο Φλωράκης απάντησε με απορριπτικό ύφος «κάτι έχω ακούσει, αλλά τόσοι πολλοί που έχουμε μαζευτεί εδώ..» και αμέσως με ρώτησε αν είμαι από την Νισίστα της Άρτας. Η απόρριψη οφειλόταν στο ότι κάτι πρέπει να είχε ακούσει για τις αντικομουνιστικές απόψεις μου και η ερώτηση ήταν τρόπος να βρεθεί τουλάχιστον ένα άλλο σημείο επαφής, υπέθεσα – αλλά είχε ατυχήσει. Του είπα πως ήμουν «κάτω από το αυλάκι», είχα γεννηθεί στα Λεχαινά Ηλείας αλλά η οικογένειά μου καταγόταν από γειτονικό χωριό, το Νιοχώρι. «Πάντως όλοι οι Ψυχογιαίοι της Ρούμελης κατάγονται από τη Νισίστα» γνωμοδότησε ο Φλωράκης. Πρέπει να είχε δίκιο: ως πολιτικός γνώριζε τα σόγια της περιοχής του, πολύ περισσότερο που έπρεπε να στρατολογεί ένοπλους και όχι απλώς να μαζεύει ψήφους. Σήμερα η Νισίστα (ή Νησίστα) έχει μετονομαστεί σε «Ροδαυγή», στο πλαίσιο του εξελληνισμού των ονομάτων όλων των χωριών που επιβεβαιώνουν άθελά τους τον Φαλμεράιερ.
Πάντως, ανεξάρτητα από τις θεωρίες του πατέρα μου και του Φλωράκη, μπορεί να είναι και επτανησιακής καταγωγής οι Ψυχογιαίοι, γιατί απέναντι από την Ηλεία βρίσκεται η Ζάκυνθος και έχουν και εκεί το έθιμο της χριστουγεννιάτικης κουλούρας, έμαθα αργότερα. Εκεί η κουλούρα μοιάζει με γλύκισμα, έχει σταφίδες, κουκουνάρια, ζάχαρη, και πλήθος μπαχαρικά, υποθέτω κάπως σαν το ιταλικό εορταστικό ψωμί των ημερών, το πανετόνε, πρέπει να είναι. Η δική μας κουλούρα ήταν ψωμί ζυμωμένο στο σπίτι, το όνομά της το χρωστούσε στο σχήμα της, ήταν μεγάλο κουλούρι. Οι φούρνοι έφτιαχναν καθημερινά σε τέτοιο σχήμα ψωμιά εκείνη την εποχή μαζί με τις φραντζόλες και τα καρβέλια.
Αλλά η σπιτική χριστουγεννιάτικη κουλούρα ήταν επίσημο άσπρο ψωμί με ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, σαν αυτό που έφτιαχναν τα πρόσφορα, με λίγο άνιθο και φλούδες πορτοκαλιού για να μοσχοβολά, είχε μύγδαλα και καρύδια πάνω της και νόμισμα φυσικά μέσα που θα έπεφτε στον τυχερό. Ουσιαστικά ήταν το ψωμί του νηστίσιμου δείπνου της παραμονής των Χριστουγέννων: η νηστεία τέλειωνε το πρωί της μεγάλης γιορτής με μετάληψη στην εκκλησία για τα παιδιά, όσο ήσαν πολύ μικρά φυσικά και τους άρεσε η ιδέα ότι θα αποκτήσουν «χρυσό δοντάκι» – τους άρεσε και το γλυκό κρασί, μαυροδάφνη, που έβαζε ο παπάς του Άη Δημήτρη των Λεχαινών στη θεία κοινωνία.
Το επίσημο, πλούσιο χριστουγεννιάτικο γεύμα γινόταν ανήμερα το μεσημέρι. Και το πραγματικά καλό χριστουγεννιάτικο ψωμί, αφράτο, με πολλά μυρωδικά, περισσότερα καρύδια και μύγδαλα πάνω του, σε σχήμα καρβελιού αλλά ψημένο σε φόρμα και όχι απευθείας πάνω στην πλάκα του φούρνου, με σταυρό στη μέση και ανάγλυφα σκαλίσματα στην επιφάνεια του ήταν το «Χριστόψωμο», που καταναλωνόταν στο επίσημο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Δεν ήταν εντυπωσιακή η γεύση της κουλούρας, ήταν απλώς νόστιμο καλοψημένο ψωμί, όπως όλα τα ψωμιά που έφτιαχνε η μανούλα. Τη διαφορά έκαναν τα πεντανόστιμα καρύδια και αμύγδαλα πάνω της που είχαν καβουρδιστεί αφού είχαν ψηθεί μαζί της ολόκληρα, με τον φλοιό – και φυσικά την ακόμη μεγαλύτερη διαφορά την έκανε το νόμισμα, το «φλουρί». Τα νοστιμότερα σημεία της κουλούρας για μένα ήσαν εκεί που ακουμπούσαν τα μύγδαλα ή τα καρύδια: αποκτούσε ειδική υφή και γεύση η βαθουλωμένη λόγω της παρουσίας τους κόρα του ψωμιού. Και το σημείο που βρισκόταν το νόμισμα, λίγο πρασινισμένο από την οξείδωσή του μετάλλου ήταν σπουδαίος κουλουρομεζές – αλλά αυτό το γευόταν μόνο ο τυχερός της βραδιάς.
Ως το 1954 δεν υπήρχαν κέρματα: λόγω του υψηλού μεταπολεμικού πληθωρισμού κυκλοφορούσαν μόνο χαρτονομίσματα. Στις ψυχογιαίικες κουλούρες και στις βασιλόπιτες των υπόλοιπων έμπαιναν κάτι προπολεμικά κέρματα χωρίς αξία, με την Αθηνά με περικεφαλαία πάνω τους. Το 1954, μετά την υποτίμηση του νομίσματος από τον Μαρκεζίνη και το «κόψιμο των μηδενικών», η δραχμή απέκτησε αξία γιατί 1.000 παλιές δραχμές αντιστοιχήθηκαν με 1 καινούργια, οπότε εμφανίστηκαν κέρματα – το πρόσωπο που είχε ενθουσιαστεί περισσότερο με την αλλαγή ήταν η γιαγιά Γιαννούλα γιατί επιτέλους θα ξανακουγόταν ο ήχος γκλιν-γκλιν των κερμάτων στον δίσκο της εκκλησίας, ήταν εντελώς άχαρο να ρίχνεις σιωπηλά χαρτονομίσματα, μου είχε εξηγήσει.
Το πρώτο κέρμα με αξία μπήκε στην κουλούρα μας, λοιπόν, το 1954· ήταν τάληρο, πεντάδραχμο, σημαντικό ποσό για παιδί της πρώτης δημοτικού και μάλιστα στην επαρχία. Αντιστοιχούσε με 10 σοκολάτες ΙΟΝ, 25 καραμέλες ΝΑΣΚΟ, που ήσαν ακριβότερες καθότι μεγαλύτερες και νοστιμότερες, με 50 από τις συνηθισμένες, τις «καραμέλες αστακού» με το σκληρό ζαχαρένιο περίβλημα και τη γέμιση που πρέπει να ήταν πραλίνα, κάτι τέτοιο. Με αναρίθμητες καραμέλες «του φιλιού» ή «του βήχα», ροζ οι πρώτες με άρωμα τριαντάφυλλο και σε σχήμα ατράκτου, πράσινες μέντες οι δεύτερες, στρογγυλές σαν σταγόνες. Με πέντε λουρίδες φρέσκο μαλακό παστέλι. Αναλογιζόμουν τη νύχτα στο κρεβάτι μου σε τι αναλογίες θα τα αγόραζα όλα αυτά την άλλη ημέρα, μετά τη μετάληψη, γιατί σε μένα είχε πέσει το νόμισμα· το κρατούσα σφιχτά στην παλάμη μου και ονειρευόμουνα τις τσέπες μου γεμάτες σοκολάτες και καραμέλες, το στόμα μου μπουκωμένο με παστέλι.
Ξαφνικά, με έπιασε αγωνία: και αν έρχονταν οι καλικάντζαροι τη νύχτα και μου έπαιρναν το τάληρό μου; Γιατί, όπως είναι γνωστό, την παραμονή των Χριστουγέννων σταματάνε οι καλικάντζαροι να πριονίζουν το δέντρο που κρατά τη γη, ανεβαίνουν πάνω σε μας και ως των Φώτων, που τους διώχνει ο αγιασμός, διαπράττουν πλήθος σκανταλιές και ανομίες: ξυλοκοπούν τους ανθρώπους, τους βάζουν τρικλοποδιές, ξεμαλλιάζουν τα κορίτσια, σπάνε αντικείμενα, κλέβουν λεφτά και κοσμήματα, μαγαρίζουν τα τρόφιμα– μεγάλη ευχαρίστηση βρίσκουν να κατουράνε στα δοχεία που έχουν νερό, για τούτο πρέπει να είναι προσεκτικά σκεπασμένα κανάτια, στάμνες, τενεκέδες και όσα σκεύη χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη του την εποχή που δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό στα σπίτια.
Αν έρχονταν οι καλικάντζαροι να μου πάρουν το τάληρο, τι θα έκανα; Πώς θα τους αντιμετώπιζα; Είχα ακούσει παιδιά να ισχυρίζονται πως είχαν παλέψει με καλικάντζαρους και τους είχαν νικήσει, αλλά ήσαν μεγαλύτερα, της πέμπτης και της έκτης δημοτικού, με νικούσαν και μένα. Ντουφέκια και σπαθιά δεν είχαμε σπίτι, είχα ακούσει πως τους διώχνουν τα σκόρδα, αλλά δεν ήξερα αν είχαμε και πού ήσαν τα σκόρδα. Μαχαίρι από την κουζίνα; Ήταν μακριά, έκανε κρύο, ήταν σκοτάδι στο σπίτι, το ηλεκτρικό έκλεινε νωρίς – και αν μου ρίχνονταν μέσα στο σκοτάδι που θα περπατούσα για να πάω εκεί;
Η αγωνία γινόταν πανικός, άκουγα κιόλας περίεργους θορύβους, είχαν έρθει οι καλικάντζαροι, κάτι έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω, ήταν και ανοιχτή η πόρτα του δωματίου για λόγους ασφαλείας, αν γίνει κάτι να μας ακούσει η μανούλα, έπρεπε να την κλείσω, φοβόμουν να σηκωθώ, παρέλυα, είχα δύναμη μόνο για να σφίγγω το τάληρο – και μου άστραψε η σκέψη ότι στον διάδρομο δίπλα ακριβώς στην ανοιχτή πόρτα βρισκόταν το λαβαμπό, το τραπεζάκι με τον καθρέφτη και τη λεκάνη που ξυριζόταν ο πατέρας μου. Και πάνω του τα ξυραφάκια, αυτό που χρειαζόμουνα.
Βρήκα το κουράγιο να σηκωθώ, να κάνω τα δύο βήματα ως την πόρτα, να βρω ψαχουλευτά ένα ξυραφάκι γυμνό, να κλείσω την πόρτα, να γυρίσω στο κρεβάτι μου. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου αλλά είχα γλιτώσει, έτσι ένιωθα. Κουλουριασμένος και σκεπασμένος ως το κεφάλι, η πόρτα κλειστή, στο ένα χέρι το τάληρο, στο άλλο το όπλο μου. Δεν άκουγα θορύβους πια, τρόμαξαν από το θάρρος μου και το ξυραφάκι του πατέρα οι καλικάντζαροι και έφυγαν· αποκοιμήθηκα.
Την άλλη ημέρα το πρωί, τα σεντόνια μου ήσαν βαμένα στο αίμα. Η μάνα μου χτυπιόταν «πώς δεν ξεμάτωσες να πεθάνεις», ο πατέρας μου κοιτούσε με απορία πότε εμένα και πότε το ματωμένο ξυραφάκι που κρατούσε στα χέρια του. Είχα καταφέρει να κόψω το πόδι μου τη νύχτα, το μέσα μέρος της δεξιάς γάμπας. Ακόμα το έχω το σημάδι, μια βαθειά χαρακιά κάτω ακριβώς από το γόνατο, πιάνει το ένα τρίτο του ποδιού μου. Βρίσκεται λίγο πιο πάνω από την ουλή που μου άφησαν αργότερα τα σίδερα του τρένου, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία, με καρπούζια.
Ούτε τις σοκολάτες και τις καραμέλες που ονειρευόμουν γεύτηκα – μόνο μια λουρίδα παστέλι πρόλαβα να βάλω στο χρυσό δοντάκι μου αμέσως μετά τη λειτουργία. Μόλις τα μεγαλύτερα αγόρια, αυτά που είχαν νικήσει τους καλικάντζαρους στο πάλεμα, είδαν πως είχα λεφτά, αγόρασα παστέλι και πήρα και ρέστα, με έπεισαν να παίξουμε στριφτό πίσω από το ιερό της εκκλησίας. Και έχασα.
Την κουλούρα πάντως, εξακολουθούμε να την κόβουμε παραμονή Χριστουγέννων οι ψυχογιαίοι, υποθέτω και οι Ζακυθινοί και οι Σαρακατσαναίοι.
[Ο Δημήτρης Ψυχογιός ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει βιβλία (Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία είναι το τελευταίο του) και στο Βήμα ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Ασχολείται ερασιτεχνικά με την πολιτική, την ελαιοκομία, την οινοποιία και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων»]
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
- Ζεστό-κρύο: η κατάχρηση του ψυγείου
- Ζεστό-κρύο: το κρασί και το ψυγείο
- Αλχημείες με κρασί και τσίπουρο
- Γευστικές αναμνήσεις: Pont-l' Évêque, σαν πρώτος οργασμός
- Γευστικές αναμνήσεις: φλερτ με Santa Helena
- Γευστικές αναμνήσεις: πούρα και κονιάκ στο Σαβόι
- Γευστικές αναμνήσεις: ρωγομέτρημα στο Συρράκο
- Γευστικές αναμνήσεις: πίτες που στάζουν
- Στραγάλια και έρωτες τη Μεγάλη Παρασκευή
- Χριστόψωμο όπως παλιά
- Το ανθοκούλουρο του μαθητή
- Γευστικές αναμνήσεις: το οικογενειακό μας χριστόψωμο
- Γευστικές αναμνήσεις: μέσα από το ντόμινο