Γευστικές αναμνήσεις: φλερτ με Santa Helena
«Το καλοκαίρι μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά, χέρι με χέρι και μ’ έν’ αστέρι για συντροφιά», τραγουδούσε αυτοπροσώπως συνοδεία ορχήστρας με ξενική προφορά ο Τόνυ Πινέλλι, Ιταλός τραγουδιστής που έκανε καριέρα στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’60. Κι εμείς χορεύαμε μπλουζ με αγκαλιά πολλά υποσχόμενη – αλλά και αγχωμένη, για μένα. Ήταν στο υπόγειο του ξενοδοχείου Ακροπόλ στην Πατησίων, απέναντι από το Εθνικό Μουσείο, που 33 χρόνια μετά τον μεγάλο σεισμό των Αλκυονίδων του 1981 παραμένει ακόμη σε νάρθηκες που δεν μπορούν να το γιατρέψουν.
Δεν ήταν στέκι για φοιτητές το πολυτελές ξενοδοχείο, δεν ήταν νάιτ κλαμπ που την έβγαζες με ένα ποτό – ήταν πολυτελές εστιατόριο με κοστουμαρισμένα γκαρσόνια που φορούσαν λευκά σακάκια και μαύρα παπιγιόν, με λευκά τραπεζομάντηλα, επάργυρα μαχαιροπήρουνα, λουλούδια πάνω στο τραπέζι, κολωνάτα ποτήρια για νερό και κρασί. Εγώ θα προτιμούσα να βρίσκομαι σε μπουάτ της Πλάκας αλλά η Μαύρα, συμμαθήτρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο όπου έκανα μία ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια να μάθω τη γλώσσα της επερχόμενης επανάστασης, ήταν καλομαθημένη και θαυμάστρια του Τόνυ Πινέλλι που τραγουδούσε εκεί. Και αφού εγώ ήθελα τη Μαύρα, έπρεπε να κάνω αυτό που ήθελε η Μαύρα.
Το άγχος μου ξεκίνησε όταν μας έφεραν τον κατάλογο: αμέσως μόλις τον κοίταξα κατάλαβα ότι οι τιμές ήσαν πέρα από το όριο των δυνατοτήτων μου, καίτοι ήμουν σχετικά πλούσιος για φοιτητής από τις υποτροφίες και τα ιδιαίτερα μαθήματα φυσικής και μαθηματικών. Έπρεπε να πληρώσω και για τους δυο μας φυσικά, αφού την είχα καλέσει εγώ· ήταν αυτονόητο εκείνη την εποχή που ο φεμινισμός δεν είχε ακόμη θριαμβεύσει.
Η Μαύρα διάλεξε την ακριβότερη σαλάτα και ψάρι «τρώω ελαφρά τα βράδια», μου ανακοίνωσε· τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, παρατήρησα την τάση που έχουν τα ελαφριά πιάτα να είναι και ακριβά. Έκανα την πρόσθεση στο μυαλό μου, παρήγγειλα στην τύχη κάτι που η τιμή του ισορροπούσε με την τσέπη μου, έδωσα ανακουφισμένος τον κατάλογο πίσω στο γκαρσόνι που περίμενε. «Και τι θα πιείτε;», ρώτησε. Κοίταξα τη Μαύρα «λευκό κρασί πάει με το ψάρι», είπε αυτή. «Φέρτε μας μισό κιλό και βλέπουμε», είπα εγώ. Υπολόγιζα πως για αυτή την ποσότητα έφθαναν τα οικονομικά μου – πόσο να έκανε μισό κιλό κρασί; Δέκα-είκοσι δραχμές; Ήμουν εντάξει. «Δεν έχουμε χύμα, μόνο εμφιαλωμένα, θα τα βρείτε στο τέλος του καταλόγου», με ενημέρωσε.
Αυτό δεν το περίμενα: τα εμφιαλωμένα κρασιά ήσαν σπάνια εκείνη την εποχή και αδιανόητα στα κουτούκια των Εξαρχείων όπου σύχναζαν οι φοιτητοπαρέες μας. Το μόνο μπουκάλι κρασί με το οποίο είχα κάποια τακτική επαφή ήταν η γλυκιά μαυροδάφνη που έφερνε ο πατέρας μου για τη μαγειρίτσα τη νύχτα της Ανάστασης. Το αυτονόητο ποτό στο σπίτι και στις εξόδους ήταν η χύμα ρετσίνα.
Ο κατάλογος μπροστά μου στο Ακροπόλ ήταν γεμάτος ονόματα, ξένα σχεδόν όλα. Το μόνο που αναγνώριζα ήταν το «Demestica», της Αχάια-Κλάους. Ήταν και το φθηνότερο. Με πρόλαβε η Μαύρα: «Εγώ προτιμώ το Santa Helena, ο πατέρας μου λέει πως είναι σπουδαίο κρασί». Το είδα στον κατάλογο και κόντεψα να μείνω: κόστιζε μερικές εκατοντάδες δραχμές, περισσότερο από τα φαγητά που είχαμε παραγγείλει. Δεν είχα να πληρώσω, ήταν σαφές. Κατά τα πρότυπα της deferred gratification, ακολούθησα την αρχή της αναβολής του εξευτελισμού: συμφώνησα με ενθουσιασμό στην επιλογή της ενώ αναρωτιόμουν απεγνωσμένα τι στο διάολο θα κάνω όταν έρθει η ώρα της πληρωμής.
Αστραποβολούσε το χρυσοκίτρινο κρασί μέσα στο λευκό μπουκάλι. Και παρά το ξενικό του όνομα ήταν ελληνικό, της Αχάια-Κλάους και αυτό, διαπίστωσα όταν μου το έδειξε το γκαρσόνι. Έριξε λίγο κρασί στο ποτήρι μου και περίμενε από πάνω μου. Μου έκανε εντύπωση που δεν σέρβιρε πρώτα τη Μαύρα, διαισθάνθηκα πως κάτι έπρεπε να κάνω αλλά δεν ήξερα τι. Στο άγχος που μου είχε δημιουργήσει η τιμή προστέθηκε η αγωνία της πιθανής ντροπιαστικής γκάφας. Αγνοώντας την αναμονή με παπιγιόν που ορθωνόταν δίπλα μου, έβγαλα να ανάψω τσιγάρο και κέρδισα χρόνο ψάχνοντας για τα σπίρτα στην τσέπη μου. Σηκώθηκα όρθιος με το τσιγάρο στο στόμα να ψάξω δήθεν και στις τσέπες του παντελονιού. Το γκαρσόνι άναψε το τσιγάρο μου με τον αναπτήρα του και με έσωσε ρωτώντας με «θα δοκιμάσετε το κρασί;» – κατάλαβα. Κάθισα και έφερα το ποτήρι στα χείλη, ήταν δροσερό και αρωματικό, με λεπτή ευχάριστη γεύση αλλά αυτά δεν με παρηγορούσαν για την εξωφρενική, για τα μέτρα μου, τιμή του. Κούνησα πάντως επιδοκιμαστικά το κεφάλι, το γκαρσόνι πήγε και γέμισε το ποτήρι της Μαύρας, ξαναγύρισε και απογέμισε το δικό μου. Είχα μάθει να συμμετέχω σε μια νέα τελετουργία.
Το άγχος της ώρας του λογαριασμού κατέστρεφε την απόλαυση του πολλά υποσχόμενου μπλουζ, του αρώματός της, της σωματικής επαφής. Κατέστρεφε και τη χαρά της δόνησης στον ρυθμό του I can’t get no satisfaction, όταν ο Πινέλλι το τραγουδούσε με ιταλική προφορά – μου ταίριαζε απόλυτα το τραγούδι.
Ώσπου μου ήρθε η ιδέα: θα τηλεφωνούσα στον Νίκο (σύντροφο στη «Δημοκρατική Άμυνα» και φίλο, φοιτητή στο Πολυτεχνείο, είχαμε γνωριστεί στο φροντιστήριο του Θρουμουλόπουλου) να μου φέρει δανεικά. Και αν δεν είχε ο ίδιος, κάπου θα εύρισκε. Αλλά θα ήταν σπίτι του τέτοια ώρα; Αν είχε βγει; Δεν υπήρχαν κινητά τότε, είπα πως πάω στην τουαλέτα και ανέβηκα στη ρεσεψιόν, τηλεφώνησα, ευτυχώς τον βρήκα, εξήγησα την κατάσταση. Μου είπε «τι μαλάκας είσαι, πού πας και μπλέκεις» και άλλα σχετικά. Μόλις τον είχαν πληρώσει για κάτι αντιγραφές σχεδίων και είχε λεφτά, θα ερχόταν να με σώσει.
Αισθάνθηκα γαλήνιος και ευτυχής, ξαναγύρισα και έθεσα σε λειτουργία την πολιορκητική μηχανή, εκτόξευα πυρωμένα βέλη πόθου, έλεγα σοφίες και ανέκδοτα, την αγκάλιαζα δυνατότερα και της χάιδευα τα μακριά μαύρα μαλλιά όταν χορεύαμε το J’ arrive, το Michelle ma belle ή τις σπεσιαλιτέ του Πινέλλι Teresa (μεταγλωττισμένο) και Quando arrivera, βροντοχτυπούσα στην πίστα δυνατότερα και από την μπότα του συγκροτήματος που τον συνόδευε στο It’s my life και στο 19th nervous breakdown.
Από το Santa Helena έπινα μικρές δουλειές στα διαλείμματα, ώσπου εμφανίστηκε, τυχαία δήθεν ο Νίκος. Τους σύστησα, τη ρώτησε αν κατάγεται από τη Λευκάδα και αυτή έκπληκτη το επιβεβαίωσε, κάθισε στο τραπέζι μας, δήλωσε θεονήστικος, διάλεξε το ακριβότερο πιάτο, εξέφρασε τον θαυμασμό του για το κρασί, παράγγειλε άλλο ένα μπουκάλι, «σήμερα πληρώνεις εσύ Ψυχογιέ», ανακοίνωσε. Δεν μπορούσα να έχω αντίρρηση, με είχε σώσει. Κάποια στιγμή μου πέρασε κρυφά δύο πεντακοσάρικα, ήμουν εξασφαλισμένος.
Συνεχίσαμε και οι τρεις ώς την ώρα που έκλεινε πια το κλαμπ του Ακροπόλ, η Μαύρα χόρευε πότε μαζί μου και πότε μαζί του στα μπλουζ και οι τρεις μαζί στα ζωηρά, οι δυο τους στο ροκ και στο τουίστ – δεν ήξερα να τα χορεύω. Ο Νίκος, παρά τα κιλά του, ήταν πολύ καλός χορευτής και πολύ καλός ομιλητής: ήξερε πολλά ανέκδοτα, είχε δει όλες τις τελευταίες ταινίες, είχε πλούσια δισκοθήκη, στερεοφωνικό πικάπ, δεν πολιτικολογούσε ούτε έλεγε σοφίες. Κεφαλλονίτης ο ίδιος, ήξερε πως η Λευκάδα παλιά λεγόταν Αγία Μαύρα από την πολιούχο αγία των Φράγκων και των Βενετών όταν την διοικούσαν, δεν του ήταν δύσκολο να υποθέσει την καταγωγή της.
Πλήρωσα, φύγαμε, πήγα με ταξί τη Μαύρα σπίτι της. Με άφησε να της κρατάω το χέρι αλλά όταν φθάσαμε και πήγα να της δώσω το αποχαιρετιστήριο φιλί, μου έστρεψε το μάγουλο. Σε καμιά δεκαριά ημέρες επέστρεψα τις χίλιες δραχμές στον Νίκο, σε ένα μήνα μου ανακοίνωσε ότι τα είχε φτιάξει με τη Μαύρα. Σήμερα έχουν τρία παιδιά και δύο εγγόνια. Μου φαίνεται το Santa Helena κυκλοφορούσε ακόμη και τη δεκαετία του ’90 αλλά εγώ δεν το ξανάβαλα στο στόμα μου από τότε, πάνε 45 χρόνια.
[Ο Δημήτρης Ψυχογιός ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει βιβλία (Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία είναι το τελευταίο του) και στο Βήμα ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Ασχολείται ερασιτεχνικά με την πολιτική, την ελαιοκομία, την οινοποιία και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων»]
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
- Ζεστό-κρύο: η κατάχρηση του ψυγείου
- Ζεστό-κρύο: το κρασί και το ψυγείο
- Αλχημείες με κρασί και τσίπουρο
- Γευστικές αναμνήσεις: Pont-l' Évêque, σαν πρώτος οργασμός
- Γευστικές αναμνήσεις: Κουλούρα βαμμένη με αίμα
- Γευστικές αναμνήσεις: πούρα και κονιάκ στο Σαβόι
- Γευστικές αναμνήσεις: ρωγομέτρημα στο Συρράκο
- Γευστικές αναμνήσεις: πίτες που στάζουν
- Στραγάλια και έρωτες τη Μεγάλη Παρασκευή
- Ταξινομικά και ετυμολογικά για τον μπακαλιάρο
- Γευστικές αναμνήσεις: μέσα από το ντόμινο