Γευστικές αναμνήσεις: ρωγομέτρημα στο Συρράκο
Το καλοκαίρι του 1983, έναν χρόνο μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα μου, βρισκόμασταν για έρευνα στο Συρράκο, ψηλά στα Τζουμέρκα. Περίφημο βλαχοχώρι, πανέμορφο, γαντζωμένο στα βράχια απόκρημνου γκρεμού, με πολύ παλιά πολιτική και πολιτιστική παράδοση: πατρίδα του Κωλέττη, του Κρυστάλλη, του Ζαλοκώστα, με μεγάλη κτηνοτροφία, με οικοτεχνίες που κάποτε έφτιαχναν καπότες, ραφτάδες κατοίκους - εμάς μας ενδιέφεραν οι κτηνοτρόφοι. Μεταβατικοί, ημινομάδες, το καλοκαίρι πάνω στις βουνοκορφές τους επισκεφθήκαμε όλη η ομάδα του ΕΚΚΕ· τον χειμώνα διασπείρονταν από τα Γιάννενα ως το Άκτιο, πήγα μόνος να τους επισκεφθώ, γύριζα κοντά ένα μήνα σε πόλεις και χωριά της Ηπείρου.
Τελευταία επίσκεψη στην Πρέβεζα, είχε διασωθεί εκεί συρρακιώτικη καλύβα από αυτές που κατοικούσαν παλιά οι οικογένειες των κτηνοτρόφων και έπρεπε να την φωτογραφίσω. Πετάχτηκα και ως το σπίτι του Γιάννη Γκίζα εκεί κοντά να τον χαιρετήσω, μας είχε φιλοξενήσει το καλοκαίρι στη στάνη του πάνω στον Γαλαρόκαμπο, μας είχε βοηθήσει πολύ στη δουλειά μας, του είχα υποχρέωση. Έλειπε, δεν είχε γυρίσει ακόμη για το μεσημεριανό, έφεραν καφέ, άναψα τσιγάρο, πήγα να βγάλω και το κομπολόι μου να το ρωγομετρήσω να περνάει η ώρα - δεν ήταν στις τσέπες του παντελονιού. Κοίταξα και στο χειμωνιάτικο μπουφάν που ήταν κρεμασμένο πιο πέρα, δεν το βρήκα.
Πήγα στο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στην αυλή του σπιτιού, κοιτώντας και στο έδαφος μήπως μου είχε πέσει· έψαξα στα καθίσματα, στα ρούχα που ήσαν σκορπισμένα εκεί,στα ντουλαπάκια, έκανα την βαλίτσα άνω-κάτω - πουθενά το κομπολόι. Ξανά τις τσέπες, ξανά το μπουφάν, ξανά τη διαδρομή ως το σπίτι, ψάξαμε και στην τραπεζαρία του σπιτιού μήπως μου έπεσε εκεί, ξανά τη διαδρομή ως το αυτοκίνητο, ξανά την βαλίτσα, το πορτ μπαγκάζ, όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία - πουθενά το κομπολόι.
Έφθασε ο Γιάννης και με βρήκε συγχισμένο να ψάχνω ακόμη στο αυτοκίνητο. Η στενοχώρια μου ήταν έκδηλη «μα πώς κάνεις έτσι, ένα κομπολόι ήταν». Αλλά ήταν το κομπολόι του πατέρα μου. Όταν πέθανε κληρονομήσαμε τη βιβλιοθήκη του (αγαπημένη κόρη του και αυτή που μεγάλωνε μαζί μας στα Λεχαινά και στην Αθήνα), το σπίτι του στο Νιοχώρι και τον μπελά να συνεχίσουμε να φτιάχνουμε κρασί και λάδι. Από τα προσωπικά του είδη σ' εμένα έπεσε το κεχριμπαρένιο κομπολόι του, που είχε ιστορία: του το είχε χαρίσει ο πεθερός του, ο γερο-παππούς Ντίνος Μανιάτης όπως τον έλεγαν τα παιδιά μας για να τον ξεχωρίζουν από τον πατέρα μου, τον συνονόματό του παππού Ντίνο Ψυχογιό. Στον γερο-παππού το είχε χαρίσει κάποτε, κατά τη δεκαετία του 1940 πρέπει να ήταν, βουλευτής Ηλείας των Φιλελευθέρων, Γιαννόπουλος νομίζω.
Ατόφιο κεχριμπάρι βαλτικής, με χάντρες κυλινδρικές σε μέγεθος μούρου – όχι από τα συνηθισμένα μούρα αλλά σαν εκείνα τα μεγάλα και μελένια που είχα φάει κάποτε στην «Παναγιά στ’ Αμπέλια» στη Δράκεια –, φθαρμένες στο εσωτερικό τους από εκατομμύρια διαδρομές πάνω στον μεταξωτό σπάγγο και στις πάνω-κάτω επιφάνειες τους από τα ισάριθμα κροταλίσματα της μιας πάνω στην άλλη. Ήταν απαιτητικό: όταν είχες καιρό να το πιάσεις πείσμωνε: θάμπωνε, γινόταν τραχύ στην αφή, ακατάδεχτο. Μόλις ένιωθε τα δάχτυλά μου, μετά από λίγη ώρα γινόταν στιλπνό και τρυφερό, υγρό σχεδόν, μπουμπούκιαζε – μπορεί να φαίνεται τολμηρή αλλά μάλλον σεμνότυφη είναι τελικά η λέξη «ρωγομέτρημα» για το απαλό και σιωπηλό χάιδεμα των χαντρών (σε αντίθεση με το «μπεγλέρισμα» που στριφογυρίζουν ή πέφτουν και κροτούν οι χάντρες)· αντιστοιχεί σε πολύ πιο αισθαντικό χάδι.
«Πάμε να φάμε», μου είπε ο Γιάννης, «δεν σε περιμέναμε, η γυναίκα έφτιαξε κάτι πρόχειρο». Το πρόχειρο φαγητό ήταν η «μασόντρα», η πιο απλή πίτα που υπάρχει, με την πιο γρήγορη και εύκολη προετοιμασία, εντελώς κατάλληλη για κτηνοτρόφους που μετακινούνται και δεν διαθέτουν πολλά σκεύη: ψιλοκόβεις ό,τι χόρτα βρεις, απλώνεις στο ταψί βούτυρο που πάντα υπάρχει, ρίχνεις καλαμποκάλευρο και το ραντίζεις με νερό να γίνει κουρκούτι, ρίχνεις πάνω τα χόρτα, ρίχνεις και πάνω στα χόρτα καλαμποκάλευρο που το βρέχεις, το βάζεις στη γάστρα ή στον φούρνο. Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από το είδος και την ποιότητα των χόρτων και από το ψήσιμο, να γίνει το καλαμποκάλευρο ζεστή ηλιοκαμμένη επιδερμίδα. Ανάλογα με τον χρόνο και τα διαθέσιμα υλικά, προσθέτεις φέτα ή και γιαούρτι, φτιάχνεις το κουρκούτι σε λεκάνη, το βασικό είναι το καλαμποκάλευρο.
Το άλλο πιάτο το ήξερα από το καλοκαίρι, το είχα γευτεί στον Γαλαρόκαμπο: αυγά με γκίζα, νωπή μυζήθρα δηλαδή, έτσι την λένε οι Βλάχοι. «Είναι αλήθεια πως στην Αθήνα πληρώνετε τη γκίζα όσο και το τυρί;» με είχε ρωτήσειο Γιάννης εκεί πάνω. Παραπροϊόν της παραγωγής φέτας, η γκίζα στο βουνό πετιόταν, δεν υπάρχουν οι ευκολίες του οργανωμένου τυροκομείου να μπει σε τουλουπάνια να ξεραθεί, να πουληθεί για τρίψιμο στα μακαρόνια. Τη ρίχνουν μέσα στο τηγάνι με τα αυγά, τα χτυπούν όλα μαζί όπως στην στραπατσάδα. Νοστιμότατο πιάτο, γλυκό γιατί στις στάνες δεν κάνουν αποβουτύρωση όταν φτιάχνουν τυρί, η μυζήθρα έχει πολύ περισσότερο βούτυρο από τον ανθότυρο, είναι γλυκιά. Και όταν είναι ζεστή ακόμη, μόλις έχει αφαιρεθεί σαν αφρός από το καζάνι που βράζει το γάλα για να γίνει τυρί, με λίγη ζάχαρη ή μέλι είναι υπέροχο γλύκισμα.
Δεν συγκρίνεται φυσικά με το «κουρκουφίγκι», το πρώτο γάλα που πιάνουν από την προβατίνα μετά τη γέννα που είναι παχύρευστο και τηγανίζεται σαν τυρί σε σαγανάκι. Μοναδικό γλύκισμα, σπάνιο, μόνο οι κτηνοτρόφοι και οι επισκέπτες της ειδικής εκείνης ημέρας μπορούν να το γευτούν.
Πίναμε κρασί από το δικό μου, αυτό που βαπτίστηκε μετά «Βοκκακίτης» και πρόσφατα «Ιζαμπώ», είχα πάρει μαζί μου μπουκάλια για φιλέματα, ξέχασα να το γράψω. Δεν είπαμε την κλασική ηπειρώτικη ευχή που συνοδεύει το ποτό στις αντροπαρέες «να ζήσουν οι γυναίκες μας, να μας αφήσουν πίσω», ήταν μπροστά η σύζυγος. Όσο ξανθό και λαμπερό ήταν το κρασί, όσο γλυκά ήσαν τα αυγά με την γκίζα, όσο ζουμερή και ταυτόχρονα τραγανή η μασόντρα όπου κυριαρχούσε η τσουκνίδα, τόσο η διάθεσή μου ήταν σκοτεινή, το μυαλό μου θολό, τα συναισθήματά μου πικρά, η ψυχή μου λεία και άμορφη σαν μέδουσα.
Ήταν ο μεγαλύτερος πόνος που είχα νιώσει στη ζωή μου ο θάνατος του πατέρα μου. Ο προηγούμενος μεγαλύτερος πόνος ήταν όταν είχα πάρει τηλέφωνο από το Παρίσι στο σπίτι του Γιώργου Σαγιά, παραβαίνοντας τους συνωμοτικούς κανόνες – γιατί έπρεπε να με είχε ειδοποιήσει πως όλα πήγαν καλά με την τοποθέτηση της βόμβας αλλά ειδοποίηση δεν είχε έρθει. «Παιδί μου τον Γιώργο θα αργήσεις να τον δεις, αν τον ξαναδείς ποτέ», μου είχε πει ο κυρ Σίμος. Κατάλαβα πως ο Γιώργος είχε συλληφθεί και εκείνη την ώρα που εγώ ήμουν άνετος στο Παρίσι, αυτός βασανιζόταν στην ασφάλεια. Έκλαιγα ώρα πολύ πριν μπορέσω να αρχίσω τα τηλεφωνήματα, να ειδοποιήσω συντρόφους στην Ελλάδα, στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ελβετία να πάρουν τα μέτρα τους.
Για τον πατέρα μου έκλαψα όταν μας είπαν οι γιατροί πως δεν γλιτώνει, ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση στο συκώτι. Όχι αμέσως, σταμάτησα στο Παλαιό Φάληρο γυρίζοντας από το νοσοκομείο στο Ελληνικό. Ήταν νύχτα, φυσούσε δυνατός νοτιάς, η θάλασσα ήταν ανταριασμένη, το κύμα έσκαγε με ορμή στα βράχια, με πιτσιλούσε. Η αλμύρα των δακρύων μου έμπλεξε με τη θαλασσινή. Έφευγε χωρίς να προλάβω να του δείξω πόσο τον αγαπούσα και κυρίως πόσο τον εκτιμούσα. Δεν ήξερα τότε πως όταν πεθαίνει αγαπημένο πρόσωπο χάνεται και ένα μέρος του κόσμου, του εαυτού μας δηλαδή. Ό,τι και αν λένε οι ψυχαναλυτές, για μένα η πραγματική αναμέτρηση με τον πατέρα μου άρχισε μετά τον θανατό του – αμέσως άρχισαν τα μαλλιά μου να ασπρίζουν από στενοχώρια, τύψεις και ενοχές. Τότε άρχισα να βάζω και το «Κ.» ανάμεσα στο όνομα και στο επώνυμο, για να τον τιμήσω και να εξιλεωθώ.
Αυτά δεν τα ήξερε ο Γιάννης και σωστά απορούσε «πώς έκανα έτσι» – η απώλεια του κομπολογιού ήταν μια ακόμη προδοσία, δεν ήμουν άξιος να διαφυλάξω για έναν χρόνο το θηλυκό αντικείμενο που εκείνος το είχε δεκαετίες, και ο παππούς μου άλλες τόσες, άχρηστος, αυτό ήμουν. Ή και κάτι χειρότερο, αγνώμων: το είχα χάσει επίτηδες, κάτι είχα διαβάσει για την ψυχανάλυση των λαθών και των απωλειών.
Τελειώσαμε το γεύμα μας, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, δώσαμε ραντεβού το επόμενο καλοκαίρι στο Συρράκο, ψάξαμε μια ακόμη φορά στα ίδια σημεία που είχαμε κοιτάξει δεκάδες φορές πριν, πουθενά το κομπολόι. Ήμουν απολύτως σίγουρος πως το προηγούμενο βράδυ πριν κοιμηθώ το είχα εναποθέσει στο τραπέζι του δωματίου και το πρωί το είχα βάλει στην τσέπη του μπουφάν, αλλά μπορεί να ήταν λάθος της μνήμης, παρηγορήθηκα στην απελπισία μου. Θα γύριζα πίσω στο σπίτι που με φιλοξένησαν, θα έκανα ανάποδα όλη τη διαδρομή της προηγούμενης ημέρας – όσο μικρές, απειροελάχιστες, και αν ήσαν οι πιθανότητες να το βρω, έπρεπε να τις εξαντλήσω. Αλλιώς θα γύριζα μισός στην Αθήνα, έτσι ένιωθα.
Έβγαινα από την αυλή, είχαν πατήσει οι μπρος ρόδες στον δρόμο, όταν άκουσα τραντάγματα πίσω – κάτι είχε σπάσει; Είδα στον καθρέφτη τον Γιάννη, που είχε έρθει να με βοηθήσει στις μανούβρες εξόδου, να μου χτυπά γροθιές στο πορτ-μπαγκάζ. Σταμάτησα, ήρθε μπροστά – κρατούσε στα χέρια του το κομπολόι, γεμάτο χώματα. Ήταν πατημένο από τη ρόδα– και θυμήθηκα πως όταν παρκάρισα και βγήκα, πήρα από το πίσω κάθισμα και φόρεσα το μπουφάν αλλά ξαναμπήκα και άλλαξα θέση στο αυτοκίνητο γιατί θεώρησα πως ενοχλούσε εκεί που το είχα βάλει.
Προφανώς, μου είχε πέσει από το μπουφάν και με τη μανούβρα που έκανα το πάτησε η ρόδα που το κρατούσε δικό της και το ρωγομετρούσε όσο εγώ έψαχνα. Αλλά μπορεί και αυτός που το είχε πάρει να με λυπήθηκε και να το έβαλε εκεί, να μετάνιωσε που με είχε τιμωρήσει.
[Ο Δημήτρης Ψυχογιός ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει βιβλία (Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία είναι το τελευταίο του) και στο Βήμα ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Ασχολείται ερασιτεχνικά με την πολιτική, την ελαιοκομία, την οινοποιία και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων»]
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
- Ζεστό-κρύο: η κατάχρηση του ψυγείου
- Ζεστό-κρύο: το κρασί και το ψυγείο
- Αλχημείες με κρασί και τσίπουρο
- Γευστικές αναμνήσεις: Pont-l' Évêque, σαν πρώτος οργασμός
- Γευστικές αναμνήσεις: Κουλούρα βαμμένη με αίμα
- Γευστικές αναμνήσεις: φλερτ με Santa Helena
- Γευστικές αναμνήσεις: πούρα και κονιάκ στο Σαβόι
- Γευστικές αναμνήσεις: πίτες που στάζουν
- Κάθε πράγμα στον καιρό του: λαχανόψωμο
- Στραγάλια και έρωτες τη Μεγάλη Παρασκευή
- Ταξινομικά και ετυμολογικά για τον μπακαλιάρο
- Γευστικές αναμνήσεις: μέσα από το ντόμινο