Μοσχομύρισε το βουνό θάλασσα: κακαβιά
Άλλη μια ιστορία για το bostanistas. Πάλι φυσικά με τη βοήθεια του Γιάννη. Τα γράφω στο χαρτί κι αυτός τα γράφει στον υπολογιστή. Και με βάζει να του τα διαβάζω κιόλας γιατί, λέει, δεν βγάζει τα γράμματά μου. Και κάνω και τα καλύτερά μου.
Αυτή τη φορά θα πάμε να φάμε κακαβιά στο βουνό, στο Σμόλικα, στα 1350 μέτρα, στις Πάδες. Έχουμε και σπίτι εκεί, δηλαδή όχι εμείς, ο Κωσταντής, αλλά είναι σαν να το έχει όλη η παρέα. Αν εξαιρέσουμε τα θεμέλια και την πέτρα που την έκτισαν ντόπιοι πετράδες, όλα τ' άλλα τα έφτιαξε η παρέα και φανταστείτε ένα τελειωμένο, όμορφο, πέτρινο και ξύλινο σπίτι. Πρωί Παρασκευής, πάω στα ψαράδικα. Ένα χταποδάκι κι ένα κιλό ψιλή καραβίδα για το τσίπουρο. Μαλάτσα σήμερα, πάει φτηνά. Και για τη σούπα, ένα φανάρι κι ένα χριστόψαρο από 750 γραμμάρια το καθένα, έναν μπακαλιάρο και μια σκόρπαινα από μισό κιλό.
Στον μανάβη τώρα. Για κρεμμύδια, πατάτες, λεμόνια και δυο - τρεις καυτερές πιπεριές. Συναντώ τον Αριστείδη που 'χει ψωνίσει τα υπόλοιπα, φορτώνουμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο του και ξεκινάμε. Αυτός οδηγάει κι έτσι απολαμβάνω τη διαδρομή. Ο Κωσταντής ξεκινάει με το δικό του αυτοκίνητο μαζί με την Κέλυ, τη σύντροφό του, και τον γλυκύτατο γιο τους Ιάσωνα, το μοναδικό κι αγαπημένο βαφτιστήρι μου. Δυόμιση χρονών κι απλά υπέροχος. Φτάνουμε πρώτοι, ξεφορτώνουμε κι ανάβουμε το τζάκι. Γραμμή για τον καφενέ, ήδη έφτασαν και οι άλλοι. Εκεί, ο Τάσσος κι η Γιολάντα, δυο από τους δώδεκα μόνιμους κατοίκους του χωριού, θα μας υποδεχθούν με αγκαλιές, με φιλιά και με το απαραίτητο τσιπουράκι. Φυσικά την παράσταση κλέβει ο Ιάσωνας. Μήνες είχαν να μας δουν και μετά το καλωσόρισμα ήταν σαν να μην υπήρχαμε.
Κάποια στιγμή θυμήθηκαν κι εμάς και η Γιολάντα άρχισε να βγάζει μεζέδες. Φέτα από ψηλά απ' το μαντρί, φασόλια φούρνου, δυο λουκάνικα τηγανητά, λάχανο τουρσί και λίγο απ' το δικό της φαγητό, μοσχαράκι κοκκινιστό με πατάτες που το τσάκισε ο Ιάσωνας. Χόρτασε την πείνα του ο μικρός της παρέας. Βασίλεψαν τα ματάκια του και η Κέλυ, πρόθυμη, ξέρει τι θ' ακολουθήσει, τον πάει στο ζεστό ήδη σπίτι για ξεκούραση. Άντρες εμείς βλέπετε, θα κάτσουμε λίγο παραπάνω - τι λίγο δηλαδή, που θα γυρνάμε στο σπίτι το ξημέρωμα, παραπατώντας και οι τρεις. Μη θαρρείτε όμως πως θα την βγάλουμε στον καφενέ, μπα, από κει απλά ξεκινάει το διήμερο της ξεγνοιασιάς.
Με τα πόδια τώρα για του Ανάσα τον Οντά. Άλλοι δυο τοπακάδες. Ο Νίκος, ο Ανάσας δηλαδή, και η κυρά του, η Σόφη. Αγαπημένα φιλαράκια. Γι' αυτούς η κακαβιά. Αμέτρητες φορές μας τρατάρανε, δύσκολα έρχονται στα μέρη μας και αγαπούν και τα ψάρια. Πρώτος μας είδε ο Ανάσας καθώς ανεβαίναμε κεφάτοι. Περπατώντας, σχεδόν έτρεχε προς εμάς χειρονομώντας αδιάκοπα και μιλώντας φυσικά χωρίς να πάρει ανάσα. Τα πειράγματα κι ο χαβαλές άρχισαν πριν ακόμα μας τρατάρει τα τσίπουρα. Να κι η Σόφη, που η αγκαλιά της θαρρείς πως είναι της μεγάλης μάνας αγκαλιά.
Την πείνα μας νωρίς την χορτάσαμε με τις υπέροχες χορτόπιτες της Σόφης και τα ζουμερά ψητά του Ανάσα. Η δίψα μας όμως ανεχόρταγη έμεινε μέχρι το χάραμα. Σάββατο πρωί. Ξεκινάμε από λίγο ύπνο αλλά με καθαρό κεφάλι και όμορφη διάθεση, βουνό βλέπετε. Καφεδάκι, κουβεντούλα και παιχνίδι με τον Ιάσωνα. Το μεσημέρι πλησιάζει. Η Κέλυ με τον Ιάσωνα βγαίνουν βόλτα στο χωριό. Όμορφη μέρα σήμερα. Λάμπει ο χιονισμένος Σμόλικας. Οι άνδρες θα μαγειρέψουν.
Πλένω το χταπόδι καλά, κόβω το κεφάλι, ξεχωρίζω τα πλοκάμια και το βάζω στην κατσαρόλα με 10 κόκκους μαυροπίπερο και 2 κουταλιές λάδι. Ανάβω τη φωτιά στο ελάχιστο και κλείνω το καπάκι. Θα βράσει στο ζουμί που θα βγάλει το ίδιο. Λίγο πριν πιει ολότελα τα ζουμιά και αφού έχει μαλακώσει, ρίχνω 100 γραμμάρια λάδι και 50 γραμμάρια κρασόξυδο. Το αφήνω να πάρει μια βράση και σβήνω τη φωτιά. Στις 2 ώρες που θέλει να ετοιμαστεί δεν το ανακατεύω, για να μη χωρίσουν οι βεντούζες απ' τα πλοκάμια. Κουνώ λίγο την κατσαρόλα κατά διαστήματα, για να μη κολλήσει.
Σε άλλη κατσαρόλα βάζω περίπου 2 λίτρα νερό με μπόλικο αλάτι και πιπέρι. Φουλ φωτιά, με κλειστό καπάκι για να πάρει βράση. Μόλις αρχίσει, ρίχνω τις καραβίδες για 5 λεπτά. Τις βγάζω και κρατώ το ζουμί για τη σούπα. Εφτά νοματαίοι θα φάμε, 7 κούπες καραβιδόζουμο. Θα βάλω και μια κούπα λευκό κρασί, Μαλαγουζιά, που θα πιούμε με τα ψάρια. 5 με 6 μέτριες πατάτες και άλλα τόσα κρεμμύδια, καθάρισε ο Κωσταντής. Τα έκοψε στα τέσσερα το καθένα και έτριψε και μια πατάτα στο ρεντέ, για το χύλωμα. Τα ρίχνω όλα στο ζουμί μαζί με 1 καυτερή πιπεριά, ανάβω τη φωτιά και κλείνω το καπάκι. Κρατώ πολύ δυνατά τη φωτιά.
Στο μεταξύ έχει έρθει κι αεικίνητος Ανάσας. Δε θα κάνει τίποτα, φιλοξενούμενος βλέπεις. Η Σόφη βρήκε την Κέλυ με τον Ιάσωνα και συνέχισαν τη βόλτα τους. Ο Αριστείδης έχει στρώσει το τραπέζι, έχει κόψει τις σαλάτες, μαρούλι και λάχανο και έβγαλε μόνο λίγο κασέρι κι ελιές. Η ώρα είναι περασμένες δώδεκα. Μπορούμε να πιούμε το πρώτο τσιπουράκι. Εκεί, ανάμεσα στα πειράγματα και στον χαβαλέ οι πατάτες και τα κρεμμύδια είναι σχεδόν έτοιμα. Μέσα σε καλαθάκι βάζω τους κορμούς των ψαριών, που είναι αλατισμένα από χθες, βάζω στο μέτριο τη φωτιά κι αφήνω την κατσαρόλα ανοιχτή. 15 λεπτά είναι αρκετά. Βγάζω τα ψάρια για να τα ξεκοκαλίσει ο Κωσταντής και βάζω στο καλαθάκι τα κεφάλια. Τα βράζω μέχρι να διαλυθούν και να χυλώσει η σούπα. 5 λεπτά πριν σβήσω την κακαβιά ρίχνω μέσα μισή κούπα λάδι και το χυμό από 3 λεμόνια.
Τα γυναικόπαιδα ήρθαν. Ο Αριστείδης έβαλε τώρα στο τραπέζι το χταποδάκι με τη σάλτσα του, τις καραβίδες κι ένα μπολάκι πηχτό λαδολέμονο. Ο Κωσταντής ξεκοκαλίζει τώρα τα κεφάλια, ρίχνει τα γλυκάδια στη σούπα, ανακατεύει και βάζει το καπάκι για να κάτσει η σούπα μέχρι να κάνω μια τηγανιά με τα αυγά των ψαριών. Τα έχω για 5 λεπτά μέσα σε χυμό από λεμόνι, τα βγάζω, τα αλευρώνω και τα τηγανίζω σε λίγο ελαιόλαδο με μέτρια φωτιά μέχρι να ροδίσουν. Εξαίρετος μεζές. Κι αυτά στο τραπέζι μαζί με το ψωμί και τα απαραίτητα τυριά. Μοσχομύρισε το βουνό θάλασσα. Κάτσαμε κι εμείς. Και αν η Κέλυ δεν σκεφτόταν να βάλει από την αρχή σούπα και ψάρι στον Ιάσωνα, αλήθεια σας λέω παιδιά, δεν θα τρώγαμε μεζεδάκια έτσι που του άνοιξε το βουνό την όρεξη. Φάγαμε τα μεζεδάκια, ήπιαμε το τσίπουρο και πιότερο άνοιξε η όρεξη μας. Έβαλα τη σούπα στα πιάτα, ίσα - ίσα ένα στον καθένα, έφερε κι ο Κωσταντής τα ψάρια, τα περιέχυσε με λαδολέμονο. Αλλάξαμε ποτήρια. Δροσερή Μαλαγουζιά τώρα. Ήρθε το δείλι, άδειασε το τραπέζι κόντεψε να τελειώσει και το κρασί.
Δε χορτάσαμε την πείνα μας, ψάρια βλέπετε κι ούτε τη δίψα μας καλά - καλά. Βουνό. Δε σε πιάνει το πιοτό. Χορτάσαμε όμως συντροφιά κι αγάπη. Φύγαν τα παιδιά ν' ανοίξουν την ταβέρνα, πήγε κι ο Ιάσωνας για ύπνο. Τα δύσκολα τώρα. Τα πιάτα. Λείπει κι ο Γιαννάκης. Θα τα πλύνουν ο Κωσταντής κι ο Αριστείδης γιατί λένε έκανα νόστιμα τα φαγητά. Καταλαβαίνετε τώρα το ζόρι που τραβώ. Ή το ευχαριστιούνται ή πλένω πιάτα. Ευτυχώς λίγες φορές έπλυνα.
Κυριακή σήμερα. Μια μεγάλη βόλτα στο βουνό, φαγητό κι ένα τσιπουράκι το μεσημέρι στου Ανάσα τον Οντά, ξεκούραση τ' απόγευμα και το βραδάκι επιστροφή με το δισάκι μας γεμάτο όμορφες βουνίσιες εικόνες, φιλική ζεστασιά και αγάπη. Να 'στε καλά και να περνάτε όμορφα με αγαπημένους.
[Ο Παναγιώτης Παναγιωτίδης ζει στη Νέα Μηχανιώνα, όπου έχει και το Οινοποιείο του.]