Μ' ένα τιραμισού όλα ξεχνιούνται
«Σήκωσέ με, ανέβασέ με» σημαίνει το όνομά του (εκ του tirare, που στα ιταλικά θα πει τραβώ) και για την προέλευσή του ερίζουν Βρετανοί και Ιταλοί - τα λέει όλα εδώ η Αγλαΐα Κρεμέζη γλαφυρά και κατατοπιστικά. Όλη η μαγεία του τιραμισού κρύβεται στην πικρή φινέτσα του καφέ που πoτίζει τα μπισκότα, για να ισορροπήσουν η ελαφριά του πίκρα με τη γλύκα της κρέμας.
Έχει όμως και δεύτερο αβαντάζ: κουκουλώνει ωραία τις γκάφες της κουζίνας. Τις προάλλες αφηρημένος έκαψα ένα (ακόμα) κέικ. Πριν αρχίσω το ξύσιμο - κόψιμο για να δω τι σώθηκε, σκέφτηκα πως τα αφράτα κομμάτια του μπορούν να πάρουν τη θέση των σαβαγιάρ και από καμένο κέικ να γίνουν βάση για ανάλαφρο προφιτερόλ στο ποτήρι. Μισά έτσι, μισά με τον κλασικό τρόπο, τα μπισκότα δηλαδή, για ποικιλία. Μόλις τα ποτήρια βγήκαν από το ψυγείο, κανείς δεν θυμόταν το μαυρισμένο κέικ. Θαύμα, σας λέω, θαύμα!
Για 6 ως 7 ποτήρια ή ένα στρογγυλό σκεύος με διάμετρο περίπου 22 εκ.
- 4 κρόκοι αυγού
- 60 γραμμ. (5 κ.σ.) ζάχαρη
- 1 φλιτζ. σαντιγί (250 ml)
- 250 γραμμ. τυρί μασκαρπόνε
- 1 πακέτο μπισκότα σαβαγιάρ ή το κέικ που απέτυχε κομμένο σε κομμάτια
- 1 φλιτζ. δυνατού εσπρέσο, γεμισμένο ως πάνω
- 1 σφηνάκι αμαρέτο (προαιρετικά)
- κακάο σε σκόνη
Σε ένα μεγάλο, άνετο μπολ ρίχνουμε τους κρόκους και τη ζάχαρη και με τον αυγοδάρτη ανακατεύουμε ώσπου να ενωθούν να σχηματιστεί κρέμα με χρώμα ανοιχτό κίτρινο.
Παραδίπλα, σε δεύτερο μπολ, ανακατεύουμε τη σαντιγί λίγο για να αφρατέψει. Αν την έχουμε ετοιμάσει μόνοι μας, με τον γνωστό τρόπο, ακόμα καλύτερα: σε παγωμένο μεταλλικό μπολ ανακατεύουμε με μίξερ χειρός ένα πακέτο επίσης παγωμένη κρέμα γάλακτος και ζάχαρη άχνη (περίπου 3 κ.σ.). Το ανακάτεμα σταματάει μόλις η κρέμα πήξει.
Ενώνουμε τη σαντιγί με το πρώτο μίγμα και σταδιακά προσθέτουμε το μασκαρπόνε ανακατεύοντας συνεχώς. Εδώ το μίξερ χειρός είναι αναγκαίο για να γλιτώσουμε την εξάρθρωση ώμου, καθώς θα χρειαστεί έντονο ανακάτεμα. Αν διαθέτουμε μεγάλο μίξερ, εκείνο των κέικ, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα: όλα τα παραπάνω μέσα στο μπολ και καλό ανακάτεμα σε μεσαία σκάλα, ώσπου να προκύψει αφράτη κρέμα.
Την αφήνουμε ήσυχη στο ψυγείο και ετοιμάζουμε τα μπισκότα. Αδειάζουμε τον καφέ σε ρηχό πιάτο και προσθέτουμε το σφηνάκι του αμαρέτο (αν τελικά το συμπεριλάβουμε). Βουτάμε εκεί τα μπισκότα σε τριάδες, όχι όμως για πολύ - θέλουμε να ποτιστούν με τη γεύση του καφέ αλλά να μη μαλακώσουν και διαλυθούν. Ένα γρήγορο πέρασμα και από τις δυο πλευρές ειναι ό,τι πρέπει. Ομοίως και με το κέικ που περίσσεψε.
Εγώ το έκοψα σε κομμάτια που να χωρούν στο κάθε ποτήρι, τα βούτηξα στον καφέ για να μαλακώσουν καλά και άρχισα να σχηματίζω τη βάση στα ποτήρια. Βγάζουμε, λοιπόν, την κρέμα από το ψυγείο και συνεχίζουμε ως εξής: πρώτα ενα στρώμα μπισκότου ή κέικ, μία κουταλιά κρέμα, ξανά μπισκότο, ξανά κρέμα και κάπως έτσι φτάνουμε στο χείλος του ποτηριού. Η ίδια διαδικασία ισχύει και για το γυάλινο μπολ, σε μεγαλύτερες δόσεις, αν δεν προτιμήσουμε τα ατομικά τιραμισού. Στο τέλος, πασπάλισμα με κακάο σε σκόνη ή στόλισμα με μικρά ζαχαρωτά.
Πριν σερβιριστούν, θα πρέπει να μείνουν στο ψυγείο έστω για δυο ώρες και είμαι σίγουρος πως μετά από μία νύχτα στην ψύξη θα είναι ακόμα πιο εύγευστα. Σε άλλα σπίτια, στο δικό μας δυστυχώς δεν έμεινε ούτε ένα για την επομένη ώστε να σιγουρευτώ.