Στραγάλια και έρωτες τη Μεγάλη Παρασκευή
Μια φορά και έναν καιρό κάπου διάβασα πως η εξάπλωση της αμπελοκαλλιέργειας ακολούθησε την εξάπλωση του χριστιανισμού: τα κλήματα ταξίδεψαν από τη Μεσόγειο στα βόρεια κλίματα και έφθασαν ως τις κοιλάδες του Ρήνου και του Δούναβη επειδή είχαν ανάγκη το κρασί οι κληρικοί για τη θεία λειτουργία, για να μεταλάβουν οι πιστοί το αίμα του Ιησού Χριστού. Είναι πιθανότερο πως καλλιεργήθηκε νωρίτερα για χάρη των ρωμαϊκών λεγεώνων, που έφθασαν ακριβώς ως τον Ρήνο και τον Δούναβη, αλλά η εξάπλωση του χριστιανισμού οπωσδήποτε αύξησε τις ανάγκες οίνου που πάνω στην Αγία Τράπεζα θα το έκαναν λόγια μαγικά αίμα του Κυρίου. Υπήρχε και η λύση της μπίρας βέβαια, που ενδημούσε στις περιοχές αυτές – θεωρώ πως δεν υιοθετήθηκε διότι το λόμπι των οινοποιών ήταν ισχυρότερο από το λόμπι των ζυθοποιών στη Ρώμη και ο πάπας δεν δέχθηκε την βόρεια προσαρμογή, καίτοι η κατανάλωσή της μπύρας δίνει παρόμοια ευχαρίστηση και σε μεγάλες ποσότητες τα ίδια αποτελέσματα.
Για τις θρησκευτικές πρακτικές των εφήβων της πολίχνης των Λεχαινών στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τα στραγάλια είχαν μεγαλύτερη θεολογική σημασία από όση είχαν για τους ιερείς οι μετουσιωνόμενοι σε σώμα και αίμα του Κυρίου άρτος και οίνος. Η υποχρεωτική, από τους γονείς ή το σχολείο, μετάληψη, το «χρυσό δοντάκι» των παιδικών χρόνων, γινόταν 1-2 φορές τον χρόνο – στραγάλια όμως καταναλώναμε απαραίτητα κάθε Κυριακή στο τέλος της λειτουργίας από τον πλανόδιο πωλητή που μας περίμενε με το καροτσάκι του στη πλατεία του Αγίου Δημητρίου των Λεχαινών.
Με ένα πενηνταράκι παίρναμε ένα χωνάκι στραγάλια ή πασατέμπο ή σταφίδα ή τσιμπίμπω, σουλτανίνα δηλαδή. Τα χωνάκια φτιάχνονταν εκείνη τη στιγμή από χαρτί περιτυλίγματος, η πλαστικουρία ήταν είδος πολυτελείας ακόμα, όπως και οι νάυλον γυναικείες κάλτσες. Η ποσότητα δεν ήταν ίδια για κάθε καρπό, γιατί δεν είχαν το ίδιο κόστος. Μεγαλύτερη ήταν για τα στραγάλια – αλλά δεν ήταν αυτός ο βασικός λόγος που τα προτιμούσαμε τα αγόρια: ήσαν ανδροπρεπή γιατί μπορούσες με αυτά να κάνεις ένα σωρό κόλπα. Ας πούμε, να πετάξεις ένα στραγάλι ψηλά και να καταφέρεις να πέσει κατευθείαν στο ανοιχτό σου στόμα – ή, ακόμη καλύτερα, να κάνει πρώτα γκελ στο μέτωπό σου και μετά να πάει στο στόμα. Ή και στο στόμα του απέναντι, αν είχατε προπονηθεί συστηματικά. Μπορούσες να κάνεις σωλήνα το χαρτί από το χωνάκι, να βάζεις μέσα στραγάλια και να τα εκτοξεύεις στον ανύποπτο φίλο ή εχθρό σου. Μπορούσες να καταφέρεις το ίδιο πετώντας τα και με το χέρι ή κλωτσώντας τα στον αέρα με το παπούτσι σαν να ήταν μπάλα – ένα σωρό τέτοια πράγματα που, σε συνδυασμό με τη σκληρότητά τους, τα έκαναν αγορίστικα – τα κορίτσια προτιμούσαν σταφίδες, οι πιο τολμηρές το πού να έπαιρνα αφροστράγαλα, ο πασατέμπος ήταν unisex.
Αλλά αυτά τα κυριακάτικα παιχνίδια μετά τη λειτουργία (ήταν υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός για τους μαθητές) όσο ευχάριστα και αν ήσαν δεν είχαν τη χάρη των Μεγάλων των Στραγαλιών Γιορτών που ήσαν οι νυχτερινοί Χαιρετισμοί τις Παρασκευές της Σαρακοστής και η Μεγάλη Εβδομάδα. Έθιμο παμπάλαιο – ίσως κάποιος επίτροπος να ήταν κάποτε πωλητής ξηρών καρπών – επέτρεπε την αγορίστικη κατανάλωσή τους στην εκκλησία στις νυχτερινές λειτουργίες. Ο πασατέμπος ήταν απαγορευμένος για να μην υποχρεώνεται να σκουπίζει τα τσόφλια ο νεωκόρος. Ανεκτή ήταν η ευπρεπής κατανάλωση αλλά όταν πρόκειται για διασκέδαση, ποιο αγόρι ενδιαφέρεται για τους καλούς τρόπους; Και κάθε τόσο έπεφταν φάπες από τους μεγαλύτερους ή τον νεωκόρο για να αποκατασταθεί η τάξη – αν και στην πραγματικότητα κανείς δεν ήθελε να αποκατασταθεί, απλώς εύρισκαν την ευκαιρία να δίνουν φάπες. Με ένα πενηνταράκι έβγαζες όλη τη λειτουργία μασουλώντας για να περνά η ώρα, με δύο είχες να κεράσεις και στους φίλους σου και να διασκεδάζεις πετώντας στραγάλια σε κεφάλια που βρίσκονταν μπροστά σου. Αλλά δεν ήταν αυτό το σπουδαιότερο: υπήρχαν κάποιες άλλες κρυφές χαρές που μας οδηγούσαν στην εκκλησία τις νύχτες ενώ βαρυγκωμούσαμε για τον καταναγκασμό του ομαδικού εκκλησιασμού. Ερωτικές βέβαια – ξέρουν άλλες οι έφηβοι; Πρόκειται για τις πραγματικές ιεροτελεστίες της Άνοιξης, τις νυχτερινές ακολουθίες των Χαιρετισμών και της Μεγάλης Εβδομάδας.
Δεν ξέρω αν έφταιγε η άνοιξη ή το σκοτάδι ή αν ήταν ο συνδυασμός τους που δημιουργούσε αυτό το κλίμα. Ίσως να συντελούσε και το γεγονός της ελεύθερης, κατά βούλησιν, προσέλευσης. Ακόμη και οι θαρραλέοι εκείνοι που τις Κυριακές κατάφερναν να την κοπανήσουν κατά τη διαδρομή από το Γυμνάσιο ώς την εκκλησία δεν έλειπαν από τους Χαιρετισμούς. Από τη μια μεριά εμείς, γύρω από τον δεξιό ψάλτη, ακριβώς απέναντι τα κορίτσια, πιο πίσω αντίστοιχα οι άντρες και οι γυναίκες, όπως και τις Κυριακές. Μα ήταν σα να μην υπήρχε ούτε χωρική απόσταση ούτε η ψυχολογική που δημιουργούσαν το φως της ημέρας και οι σκοτεινοί καθηγητές που μας συνόδευαν. Κρυφές ματιές πάνω από τις σελίδες της Σύνοψης (αναγνωστική συνήθεια των κοριτσιών μόνο κατά τις νυχτερινές λειτουργίες, όπως τα στραγάλια για τα αγόρια) που προσποιόταν Εκείνη πως εμβριθώς παρακολουθούσε για να μη χάνει λέξη από ψαλμούς και προσευχές· βιαστικά χαμόγελα την ώρα που τάχα κάτι ψιθύριζε στη διπλανή της· νεύματα καταφατικά τη στιγμή που δήθεν έκανε το σταυρό της· πονηρά ψου-ψου-ψου και χασκόγελα κατά παρέες. Και εμεις τα ίδια – συν η απόλαυση του μασουλίσματος και το αντριλίκι με τα στραγάλια. Βόμβος συνεχής ψιθύρων κρατούσε το ίσο στις ψαλμωδίες. Ερωτικός βόμβος, ξαναμμένος, λιγωμένος, αδιάφορος για τους ψάλτες που φώναζαν κάθε τόσο «σκασμός», για τον παπά που απειλούσε να μας πετάξει έξω. Ο έρωτας φτερούγιζε κάτω από τους θόλους του Αη-Δημήτρη ανάμεσα στις μυστηριώδεις σκιές που δημιουργούσαν τα κεριά και τα καντήλια, τις μυρωμένες από τα βαριά λιβάνια που καίγονταν ακατάπαυστα.
Οι Χαιρετισμοί όμως δεν ήσαν τίποτα μπρος στη Μεγάλη Παρασκευή. Εκείνη την ημέρα καταργούνταν το αδιαχώρητο στην εκκλησία. Τα σύνορα μεταξύ γυναικών και ανδρών κατέρρεαν (Το ίδιο γινόταν και το Πάσχα, όμως τότε η προσέλευση γινόταν κατά οικογένειες, με τον μπαμπά και τη μαμά πάνω από το κεφάλι Εκείνης, ενώ τη Μεγάλη Παρασκευή πηγαίναμε μόνοι μας). Ευτυχέστεροι όλων οι πρόσκοποι οι γύρω από τον Επιτάφιο και ειδικά όσοι ήσαν προς την πλευρά των γυναικών, των κοριτσιών δηλαδή. Τι γλυκό στριμωξίδι ήταν εκείνο, Θεί μου! Τι μυστικοί και ανομολόγητοι αγώνες για πλησιάσματα, για ένα ακούμπισμα χεριού, για ένα φευγαλέο χάδι. Δεν ήταν μόνο τα κεριά και τα λιβάνια. Είχαν προστεθεί οι μυρωδιές από τις βιολέτες, τα τριαντάφυλλα, τα κρίνα, τις πασχαλιές που στόλιζαν τον επιτάφιο. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο παπάς σκορπούσε και μύρο. Και έξω ήταν άνοιξη, Απρίλης-Μάης. Όταν ακουγόταν εκείνο το μελαγχολικό Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος; δεν ήταν καθόλου διαφορετικά από αυτό που νιώθαμε αργότερα, μετέφηβοι και Αθηναίοι πια, στα σκοτεινά πάρτυ όταν χορεύαμε σφιχταγκαλιασμένοι το Yesterday των Μπητλς.
Όμως ο Επιτάφιος δεν τέλειωνε εκεί. Ήταν μετά η περιφορά μέσα στα Λεχαινά για να καταλήξουμε στο νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας. Το σκοτάδι προφύλασσε τις μικτές παρέες που ήσαν αδιανόητες στο φως της ημέρας από τα αυστηρά επαρχιακά ήθη και του θεολόγους του σχολείου. Μεγάλη φωτιά έξω από το νεκροταφείο, χιλιάδες κεριά πάνω στους τάφους, από μακριά ακούγονταν βαρελότα και τουφεκιές – πολύ πιο αντρικά πράγματα από τα στραγάλια, δεν υπήρχε λόγος χρήσης τους πια. Και εμείς τρέχαμε στον τρομερό τόπο που δεν τολμούσαμε να πλησιάσουμε χωρίς να φοβόμαστε, ανάμεσα στις ταφόπετρες, πατώντας μάηδες, μαργαρίτες, τσουκνίδες και μολόχες. Εκείνη ήταν πια με τους δικούς της στον οικογενειακό τάφο, να τιμήσει τους προγόνους με ένα κερί, λίγα λουλούδια.
Δεν ήταν μόνο η Άνοιξη, οι μυρωδιές, τα κεριά, τα λουλούδια. Έφταιγαν και οι Αθηναίες. Που κατέβαιναν με τους δικούς τους να κάνουν Πάσχα «στα άγια χώματα». Απόμακρες ξένες που τις βλέπαμε δυο-τρεις φορές το χρόνο, με τον αέρα και την ελευθερία της πρωτεύουσας. Ελκυστικές φιγούρες, αντικείμενα σφοδρών ανταγωνισμών, ανέβαζαν το μεγαλοβδομαδιάτικο ερωτικό πυρετό. Για χάρη τους η κατανάλωση στραγαλιών στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας γινόταν με τον επιδεικτικότερο δυνατό τρόπο, αυτόν που αποδεικνύει για χάρης της την πλήρη αδιαφορία προς τους κανόνες. Ακόμα και ο πασατέμπος κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι, ίσως από το ίδιο που πριν είχε περάσει ένα ραβασάκι γραμμένο από πριν και κρυμμένο στη Σύνοψη.
Τέτοια ήταν η θρησκευτικότητα των παιδικών μας χρόνων: ερωτική και παιγνιώδης. Αυτά που οι θεολόγοι μας στερούσαν με τις αποβολές, τις χωριστές αυλές κοριτσιών-αγοριών για τα διαλείμματα, με την εν χρω κουρά με την «ψιλή μηχανή», με τα πηλίκια, τις ποδιές, τα κερδίζαμε στο ίδιο τους το γήπεδο, τον ναό, τις γλυκές ανοιξιάτικες νύχτες. Ήσαν παραθρησκευτικές λειτουργίες, ενάντια στη θέληση παπάδων και γονιών. Η εκκλησία πενθούσε τον Κύριο και εμείς γιορτάζαμε την εφηβεία μας. Αυτή εκπροσωπούσε το θάνατο και εμείς τη ζωή. Για τούτο και δεν γίναμε ποτέ χριστιανοί. Τότε δεν ξέραμε πως αυτό λέγεται εξέγερση. Το μόνο που νιώθαμε ήταν απαγορευμένος πόθος για τα κορίτσια και διάθεση για ανομίες – στραγάλια, βαρελότα, τέτοια.
Η ανάμνηση του πρωτόγνωρου πόθου και των στραγαλιών με οδηγούσε τις Μεγάλες Παρασκευές στην εκκλησία – ως την εποχή του Χριστόδουλου. Επί των ημερών του, η Εκκλησία της Ελλάδος έγινε αποστολική, το να εκκλησιάζεσαι δεν ήταν πια αναμνηστική της νεότητας συμμετοχική τελετουργία: σηματοδοτούσε και πολιτική ένταξη. Ήμουν πια και μεγάλος για στραγάλια και βλέμματα, έκλεισε οριστικά το μεγαλοβδομαδιάτικο κεφάλαιο της ζωής μου.
[Ο Δημήτρης Ψυχογιός ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει βιβλία (Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία είναι το τελευταίο του) και στο Βήμα ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Ασχολείται ερασιτεχνικά με την πολιτική, την ελαιοκομία, την οινοποιία και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων».]