Γούλισέ το, χτύπησέ το: θα το κάνω βενετσιάνικη χταποδοσαλάτα
Θα σε χτυπήσω κάτω σαν χταπόδι, κοινώς, αν είσαι χταπόδι και σε πιάσω στα χέρια μου θα σε γουλίσω. Αυτή ήταν μια από τις εμβληματικές τιμωρίες που άφηνε πίσω του να αιωρείται σαν απειλή κρεμασμένη στον αέρα, ο θείος μου ενώ έφευγε συνοφρυωμένος για τη δουλειά κι εμείς τα τρία μέναμε να τον κοιτάμε βουβά και με φουσκωμένα μάγουλα, καθότι μπουκωμένα με μουρουνόλαδο. Το τέταρτο πιτσιρίκι της παρέας -ο αδελφός μου- τη γλύτωνε συστηματικά γιατί ήταν ο πιο μικρός, καταπίεση δεν σήκωνε ο σβέρκος του και έκανε μεγάλη φασαρία, οπότε τον αφήνανε στην ησυχία του να μπουσουλάει ανάμεσά μας.
Ω, μην ταράζεστε. Εννοείται ότι ο θείος δεν πραγματοποιούσε ποτέ την απειλή του. Κι εμείς το ξέραμε και αντιδρούσαμε αναλόγως. Η ιστορία είχε ως εξής. Κάθε πρωί η θεία μου μας έστηνε στη σειρά να πιούμε το επιβεβλημένο δυναμωτικό της εποχής. Στο δικό μας σπίτι δεν είχαμε τέτοια. Δεν σ'αρέσει; Μην πίνεις. Δεν σ'αρέσει; Μην τρώς. Αυτό ήταν το δόγμα της μάνας μου, δηλαδή όλα καλά, αλλά προκειμένου να είμαι με τα ξαδέλφια μου, δεχόμουν να υποστώ όλα τα "μαρτύρια" που επέβαλε η αδελφή της. Αδιαμαρτύρητα.
Τέλος πάντων, αφού τελειώναμε και με τις απειλές που εκτόξευε ο θείος στο καθένα από μας προσωπικά, βγαίναμε στην αυλή, τον αποχαιρετούσαμε κουνώντας το χέρι και μόλις έστριβε στη γωνία, εγώ έφτυνα το αηδιαστικό υγρό στη ρίζα της μουσμουλιάς και ξέπλενα το στόμα μου με την πορτοκαλάδα μου, ο ξάδερφός μου το κατάπινε χωρίς πρόβλημα -απλά εκείνος έμενε μπουκωμένος μέχρι να φύγει ο πατέρας του για συμπαράσταση- και έπινε την πορτοκαλάδα του μονορούφι ενώ η ξαδέρφη μου περιφερόταν μουγκή και μπουκωμένη, με το ποτήρι στο χέρι μέχρι που την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Το μουρουνόλαδο στο στόμα της είχε πια αλλάξει γεύση και το κατάπινε πανεύκολα. Μετά καθόμαστε στο τραπέζι, ο θείος μάς ρώταγε αν είμαστε καλά παιδιά κι εμείς του απαντούσαμε όλα μαζί με μια φωνή, ναιιιιι...
Σήμερα, λοιπόν, που κάνει τόση ζέστη, ονειρεύτηκα διακοπές στην Αλυκή και τα φιλαράκια μου, την Αννούλα και τον Αντρέα να γουλίζουν χταπόδια στα βράχια, στην άκρη της παραλίας. Συνειρμικά νάσου και το μουρουνόλαδο. Γιατί χταπόδι/ μουρουνόλαδο είναι ένα αχώριστο ντουέτο σε κάποιο κουτάκι της μνήμης μου και όταν βλέπω χταπόδια να χτυπούνται ή να λιάζονται θυμάμαι πάντα αυτή την ιστορία και βάζω τα γέλια. Εντωμεταξύ μεγάλωσα και λατρεύω το χταπόδι σε κάθε δυνατή παραλλαγή. Κι ας μου θυμίζει μουρουνόλαδο. Αυτή η βενετσιάνικη χταποδοσαλάτα είναι μια από τις αγαπημένες μου συνταγές.
Υλικά
- 1 μέτριο χταπόδι (1,5-2 κιλά)
- 1 φινόκιο
- 1 ξερό κρεμμύδι
- 2 κλωνάρια σέλερι
- 1 ματσάκι μαϊντανό
- 3 μέτριες πατάτες
- 2 σκελίδες σκόρδο
- 1 κ.τ.γλ νιφάδες τσίλι ή μπούκοβο
- Χοντρό αλάτι και μαύρο πιπέρι φρεσκοτριμμένο
- 4 κ.τ.σ. εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο
- 1 κ.τ.σ. χυμό λεμονιού
Σε μια μεγάλη κατσαρόλα βάζουμε το χταπόδι, νερό (χωρίς αλάτι), το φινόκιο (μαραθόριζα) και το κρεμμύδι κομμένα στη μέση, μία σκελίδα σκόρδο, το σέλινο και τα κοτσάνια από το μαϊντανό (κόβουμε τα φύλλα και τα κρατάμε στην άκρη) και βράζουμε για περίπου μία ώρα ώσπου να μαλακώσουν αρκετά τα πλοκάμια. Βγάζουμε το χταπόδι και το αφήνουμε να κρυώσει. Το κόβουμε σε μπουκιές, πετάμε τα μάτια και το ράμφος του. Αφαιρούμε το δέρμα και ξεπλένουμε τα κομμάτια με καθαρό νερό.
Καθαρίζουμε και κόβουμε τις πατάτες σε μικρά κομμάτια και τις βάζουμε σε μια κατσαρόλα με κρύο αλατισμένο νερό. Μόλις πάρουν βράση, χαμηλώνουμε τη φωτιά και τις αφήνουμε να σιγοβράσουν. Τις στραγγίζουμε και τις ρίχνουμε σε ένα μεγάλο μπολ. Προσθέτουμε το χταπόδι, μια σκελίδα σκόρδο ψιλοκομμένη, τα φύλλα του μαϊντανού ψιλοκομμένα και τσίλι ή μπούκοβο. Αλατοπιπερώνουμε και περιχύνουμε με λάδι και χυμό λεμονιού.