Μια τρυφερή ιστορία και μια μακαρονάδα, θαλασσινή
Τον Κόλλια τον ξέρω πάρα πολλά χρόνια, από τότε που η ψαροταβέρνα του ήταν ακόμη κάπου στα Ταμπούρια. Μετά το μαγαζί μεγάλωσε, έγινε κυριλέ και μετακόμισε στο Νέο Φάληρο, στη λεωφόρο Συγγρού χαμηλά, όπου ο Τάσος ξεδιπλώνει ένα τεράστιο μενού από ψαρολιχουδιές. Παραμένει όμως ο ίδιος. Ένας τρυφερός, ευαίσθητος άνθρωπος με τις αδυναμίες και τις ανασφάλειές του, ανθρώπινος πολύ. Μάλιστα, εκτός από καλός ψαράς και ψαρομάγειρας, γράφει μικρές τρυφερές ιστορίες ρίχνοντας κάθε τόσο δίχτυα στις αναμνήσεις του. Τις έκανε και βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια μαζί με την εφημερίδα Τα Νέα. Στις σελίδες του μπερδεύονται ιστορίες έρωτα και γαστριμαργίας, μικρά μυστικά για την τέχνη της μαγειρικής, γνώσεις για την ερωτική (και όχι μόνο) ζωή των θαλασσινών, καθώς καί 45 συνταγές για ψάρια, όστρακα και θαλασσινά. Από το βιβλιαράκι αυτό διάλεξα μια ιστορία και μια συνταγή. Στην ιστορία περιγράφεται ένα «ραγού με μπουκιές ψαριών και σπαγγέτι», το μόνο θαλασσινό πιάτο που άρεσε στον παιδικό φίλο του, το Γιώργο Μάρκογλου.
Βαθιά μεσάνυχτα στον Γιώργο
Ο Γιώργος Μάρκογλου ήταν συνομήλικός μου, μαζί τελειώσαμετο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο του Ιεσσαί. Εκεί, σ'αυτό το αυστηρό σχολείο, μάθαμε τα πρώτα γράμματα. Δώσαμε και μια παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά που άφησε εποχή: “Ο Ιωσήφ και τα δώδεκα αδέλφια του”. Εγώ ήμουν ο Ιωσήφ και εκείνος ο Βενιαμίν. Μετά χαθήκαμε για πολλά χρόνια.
Συναντηθήκαμε στο Πασαλιμάνι τυχαία. Εγώ, με γεύσεις της θάλασσας στου “Κόλλια”, εκείνος μ'ένα μικρό μπιστρό. Εγώ φουριόζος, καπετάν-φασαρίας, ζωηρός' και εκείνος νωχελικός, με αργές κινήσεις και μυστηριώδες χαμόγελο.
Στο μπιστρό του Γιώργου καταλήγαμε πάντα περασμένα μεσάνυχτα, σαν πεταλούδες της νύχτας: εστιάτορες, γκαρσόνια, λογοτέχνες, δημοσιογράφοι, τραγουδίστριες, φίλοι. Αναζητούσαμε ένα ποτό πριν κοιμηθούμε, νεανική συνήθεια.
Στα μικρά τραπεζάκια χωρούσαν τσιγάρα, ποτά, κλειδιά, κινητά, αναπτήρες, φιστίκια, τασάκια - γινόταν ακόμη χώρος και για μια μικρή κατσαρόλα που τακτικά πήγαινα. Ο Γιώργος δεν ήταν φίλος του ψαριού, του άρεσε όμως όπως έφτιαχνα ένα «ραγού με μπουκιές ψαριών και σπαγγέτι».
Ζέσταινα το λάδι σε μια κατσαρόλα σοτάροντας κρεμμύδι και σκόρδο μέχρι να χρυσίσουν, έριχνα πατάτες κομμένες σε μικρά τετράγωνα, καρότα ψιλοκομμένα, συμπλήρωνα μπουκιές ψαριών χωρίς κόκκαλα και πέτσες, πρόσθετα τριμμένες κόκκινες ντομάτες, καυτερή πιπεριά, λίγη ζάχαρη, αλατοπίπερο. Σιγόβραζα για μισή ώρα με λίγο κρασί - και ήταν έτοιμο.
Σε μεγάλη πιατέλα σερβίραμε το σπαγγέτι και από πάνω περιχύναμε το ραγού με την ένοχη καυτερή σάλτσα. Οι μυρωδιές ξεχύνονταν παντού. Αμέσως με συνέδεε οικειότητα με τις καλοντυμένες όμορφες κοπέλες - ήταν άλλωστε αναμενόμενο, αυτός ήταν ο κόσμος μου.
Στέκονταν δίπλα μου με ωραία αρώματα, μάτια βαμμένα να λαμπυρίζουν στο ημίφως, ζωηρές, ν' αγαπούν τις αταξίες. Λατρεύοντας τις υπερβολές, τα λόγια έδιναν και έπαιρναν. Λόγια ελαφριά, λόγια βαριά, λέξεις επικίνδυνες, που άλλοτε σε πληγώνουν και άλλοτε σε απογειώνουν.
Άλλο ένα κέρασμα για την παρέα, ο Γιώργος να μετρά στα κρυφά πόσα ήπιαμε. Η ώρα περνούσε, τα μάτια μισόκλειναν, οι φωνές δυνάμωναν, τα αυτιά δεν άκουγαν καλά, έπαυες να ξεχωρίζεις τα πρόσωπα, άρχιζες να παραφέρεσαι. Να χάνεις τσιγάρα, αναπτήρες, ο διπλανός σου κάτι να μουρμουρίζει: «Πρέπει να ήπιαμε πολλά». «Είναι αργά, την Πιάφ δεν την ακούσαμε». «Ώρα να πληρώσουμε, άντε βρες τι ήπιαμε». «Στοπ. Παιδιά, όλα δικά μου».
Κι έξω να χαράζει...
Γιώργο μου, έφυγες νωρίς - σ' τα'λεγα, τόσα πολλά τσιγάρα θα σε πειράξουν.