Δοκιμάζω εξαίσια κρασιά στη Λήμνο, τη μοσχάτη
Μοσχάτο Αλεξανδρείας! Φέρνει λίγο σε τίτλο ευγενείας. Για εμένα, που έχω την τύχη να απολαμβάνω τη Λήμνο επί δεκατρία καλοκαίρια, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: είναι το σταφύλι και το κρασί της Λήμνου. Τα τσαμπιά με τις χρυσοκίτρινες ρώγες που κρέμονται κάθε Αύγουστο στα σεμνά καμπανόσχημα κλήματα, στους μικρούς διάσπαρτους αμπελώνες του νησιού.
Εδώ θα πρέπει να μιλήσουμε για μια μεγάλη «αδικία». Το Μοσχάτο Αλεξανδρείας, που πήρε νωρίς και εύκολα - αν και δικαιότατα - τον τίτλο ΠΟΠ*, ήρθε πριν από 150 χρόνια στη Λήμνο από τα ξένα, μέσω της παλιάς ακμάζουσας λημνιακής παροικίας της Αλεξάνδρειας. Αντίθετα, το γνήσια ντόπιο, αρχαίο, ομηρικό Καλαμπάκι (Λημνιό) με τις γαλαζόμαυρες ρώγες κατόρθωσε να του αναγνωριστεί η ΠΟΠ μόλις πρόσφατα.
Αλλά η ζωή δεν είναι δίκαιη και το θέμα μας είναι το Μοσχάτο, το «Εγγλέζικο», που δίνει το υπέροχο λαμπερό χρυσόξανθο, μυρωδάτο και φρουτώδες ξηρό κρασί. Ένα από τα πιο απολαυστικά λευκά κρασιά ‒ για εμένα τουλάχιστον. Η καλλιέργειά του δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Λήμνου, αλλά - από την άλλη - δεν είναι τυχαίο ότι αυτό που παράγεται στο νησί έχει χαρακτηριστεί ΠΟΠ.
Τα αμπέλια είναι ξερικά, η στρεμματική απόδοση μικρή, οι βαθμοί υψηλοί. Σε όλον τον κόσμο (Αφρική, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Αργεντινή και αλλού) πρέπει να καλλιεργούνται πάνω από ένα εκατομμύριο στρέμματα από την ποικιλία αυτήν. Δοκίμασα μια φορά ένα μπουκάλι Σιτσιλιάνικο, αλλά, πιστέψτε με, καμία σχέση. Βεβαίως, δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι και εντελώς αμερόληπτος όταν πρόκειται για τη Λήμνο.
Για τους περισσότερους από εμάς, τους αμύητους ή στοιχειωδώς μυημένους, η λέξη «Μοσχάτο» παραπέμπει συνήθως σε ημίγλυκα ή γλυκά επιδόρπια κρασιά. Όχι αδίκως. Το Μοσχάτο Αλεξανδρείας δίνει εξαιρετικά vin de liqueur, μου εξηγεί ο κύριος Νίκος Μυρμίγκος, οικονομικός υπεύθυνος της ΕΑΣ Λήμνου. Η παρασκευή ενός καλού επιδόρπιου, ημίγλυκου ή γλυκού κρασιού, δεν είναι απλή υπόθεση. Χρειάζεται κατάλληλη πρώτη ύλη και ακολουθούνται αυστηρώς καθορισμένοι τρόποι παραγωγής. Στο οινοποιείο της ΕΑΣ παράγονται και εμφιαλώνονται σήμερα τρία είδη γλυκού μοσχάτου, ενώ ένα ακόμη δεν έχει εμφιαλωθεί και παρακολουθείται να παλιώνει στα δρύινα βαρέλια του συνεταιρισμού.
Ένα vin de liqueur Muscat de Limnos παρασκευάζεται από μοσχάτα σταφύλια που δίνουν μούστο πάνω από 12,5ο Μπομέ, ο οποίος δεν υφίσταται καμία αλκοολική ζύμωση και στον οποίο προστίθεται αμπελοοινικό οινόπνευμα μέχρις ότου φθάσει τους 15ο μπομέ. Η παλαιωμένη εκδοχή του απαιτεί παραμονή σε δρύινα βαρέλια 4-5 χρόνια.
Διαφορετική είναι η παρασκευή του Muscat de Limnos Grand Cru. Εδώ η πρώτη ύλη είναι σταφύλια από επιλεγμένους αμπελώνες χαμηλής στρεμματικής απόδοσης, δηλαδή μέχρι 400 κιλά έναντι 700 κιλών μέσου όρου, τα οποία δίνουν μούστο άνω των 14,5ο μπομέ. Ο μούστος υφίσταται μερική ζύμωση, η οποία διακόπτεται με την προσθήκη αμπελοοινικού οινοπνεύματος, ώστε να φθάσει τους 15,5ο. Και, όπως σας προανέφερα ήδη, στα δρύινα βαρέλια της ΕΑΣ παλαιώνει ένας φυσικώς γλυκύς οίνος που δεν έχει εμφιαλωθεί ακόμη. Προέρχεται από λιαστά σταφύλια με υψηλόβαθμο μούστο, ο οποίος υφίσταται κανονική οινοποίηση (εξ ου και το φυσικώς με ω). Αναμένομεν.
Το 90% των Muscat de Limnos εξάγονται, με πληροφορεί ο κύριος Μυρμίγκος. Οι έξω συνηθίζουν να κλείνουν τα γεύματά τους με έναδύο ποτηράκια επιδόρπιο κρασί· εμείς μάλλον όχι. Κι όμως είναι μια «επιτρεπτή απόλαυση» ακόμη και σε καιρούς κρίσης. Άλλωστε δεν κοστίζει και καμιά περιουσία.
Εκτός από την ΕΑΣ που είναι και ο μεγαλύτερος παραγωγός στο νησί υπάρχουν και αρκετοί αξιόλογοι ιδιώτες οινοπαραγωγοί με βραβευμένα προϊόντα. Ενδεικτικά αναφέρω την οικογένεια Χατζηγεωργίου με το υπέροχο "Λαγοπάτι", τον Σαββόγλου, και τον παλιό Βαστάρδο-Χωνά στα Καμίνια.
(*ΠΟΠ: Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης)
Δείτε το προφίλ του Θανάση Σκόκου στο protagon.gr.