Η αντεπίθεση του χαμομηλιού
Η πλουσιότατη χλωρίδα της χώρας μας, με περί τα 6.000 καταγεγραμμένα ανώτερα είδη φυτών, περιέχει έναν σημαντικό αριθμό από αυτοφυή, αρωματικά και φαρμακευτικά είδη, περίπου 600 στον αριθμό: τσάι του βουνού, λουίζα, φασκόμηλο, συνηθέστερα σε μορφή αφεψήματος, αλλά και τα καθιερωμένα κυρίως ως αρτύματα, ρίγανη, θυμάρι, δεντρολίβανο και θρούμπι, που έχουν σχεδόν ενσωματωθεί στις οικείες μας γεύσεις. Μεταξύ αυτών και το πολύτιμο χαμομήλι, βάλσαμο για τις στομαχικές ενοχλήσεις, αντισηπτικό και αντιφλεγμονώδες πρώτης τάξης, θεραπευτικό ως και για ήπια δερματικά εξανθήματα. Οι περισσότεροι βέβαια το γνωρίζουμε ως καταπραϋντικό, ελαφρώς ηρεμιστικό έγχυμα.
Είναι, κατά κύριο λόγο, αυτοφυές, σε ορεινές ή νησιωτικές περιοχές της χώρας, οι οργανωμένες φυτείες ολιγάριθμες ενώ το μεγαλύτερο μέρος του εισάγεται από τη γειτονική Αίγυπτο. Στην Ελλάδα οι ευρέως γνωστοί παραγωγοί του λίγοι και οι διαθέσιμες ποσότητες ντόπιου χαμομηλιού ακόμα λιγότερες - η καλλιέργειά του δεν συγκαταλέγεται στις κερδοφόρες άρα οι διαθέσιμες εκτάσεις προσφέρονται για πιο περιζήτητα βότανα. Τουλάχιστον μέχρι πρότινος, καθώς ο Νίκος Καρχιλάκης και η Γεωργία Μπορμπαντωνάκη από το Ηράκλειο Κρήτης αποφάσισαν να διαθέσουν τρία ιδιόκτητα στρέμματα γης στην Έμπαρο, προκειμένου να καλλιεργήσουν ντόπια βότανα, μεταξύ των οποίων και χαμομήλι, για να καλύψουν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, αυτό το κενό της αγοράς.
«Όρεξη και μεράκι» - αυτό είναι το μότο τους. Εργαζόμενος σε οικοδομές και εν συνεχεία υπάλληλος της Ολυμπιακής ο πρώτος και εργαζόμενη σε ξενοδοχειακές μονάδες και ομοίως υπάλληλος της Ολυμπιακής η δεύτερη, έχασαν τις δουλειές τους και σύντομα αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την περιβόητη «στροφή στη γη». Η συλλογή ξεκίνησε από τα βουνά του Λασιθίου, όπου ευδοκιμούν πολλά αρωματικά είδη, και έτσι συγκεντρώθηκαν οι πρώτοι σπόροι, με ενίσχυση φυσικά και από τα τοπικά φυτώρια, όποτε αυτό κρίθηκε απαραίτητο. Επόμενο βήμα τους η σπορά: βασιλικός, λουίζα, δίκταμο, μελισσόχορτο και το, δυσεύρετο, χαμομήλι. Βασίστηκαν στις πατροπαράδοτες τεχνικές καλλιέργειας καθώς και στο εύφορο έδαφος της περιοχής - συνδυασμός που δεν άργησε να τους χαρίσει μια αποδοτική σοδειά.
Η καλλιέργειά του είναι ασύμφορη οικονομικά, γι' αυτό και τα ταλευταία χρόνια καθιερώθηκε η εξ Αιγύπτου εισαγωγή του. Η ποιότητα του εισαγόμενου θεωρείται μεν αρκετά καλή, όμως από την αγορά λείπει το αυθεντικό ελληνικό χαμομήλι, που οι επαγγελματίες βρίσκουν ιδιαιτέρως ακριβό - όχι ως προϊόν καθαυτό παρά λόγω της απαιτητικής διαδικασίας συλλογής του. Εδώ και χρόνια λοιπόν, οι σχετιζόμενοι με την εμπορία και πώληση βοτάνων επιλέγουν τη διακίνηση του αιγυπτιακού, ως φθηνότερου αλλά και πιο ευπώλητου, καθώς το σπάνιο ντόπιο χαμομήλι θα έπρεπε να κοστολογηθεί πολύ υψηλότερα και αυτομάτως θα γινόταν δυσπρόσιτο.
Ωστόσο το ζεύγος των παραγωγών, πέρα από τα βότανα που απλώς συσκευάζονται και πωλούνται ως έχουν, παρασκευάζουν κεραλοιφές με ελαιόλαδο που αρωματίζεται φυσικά: με βαλσαμόχορτο, κυπαρισσόμηλα ή κουκούτσια δάφνης. Η συλλογή των βοτάνων γίνεται όπως ακριβώς θα μάζευε κανείς λίγα ματσάκια για το σπίτι του και όλα τα στάδια επεξεργασίας που έπονται περνούν από τα άξια χέρια τους. Παρατηρούν πως η ζήτηση για το ντόπιο χαμομήλι αυξάνεται συνεχώς - φαίνεται πως σταδιακά κατακτά το μερίδιο που του αναλογεί στην εγχώρια αγορά - όπως συμβαίνει με τα περισσότερα ελληνικά βότανα, εντός και εκτός συνόρων.