Bostanistas.gr : Ιστορίες για να τρεφόμαστε διαφορετικά

Twitter | Facebook | Google+ |

Διαφήμιση

Διαφήμιση

Στη φωλιά του Αλί μπαμπά

της Θάλειας Τσιχλάκη WikiEpicerie Izraël, Παρίσι, μπαχαρικά, μυρωδικά

Ξύπνησα αναστατωμένη. Με είχε φοβίσει εκείνο το πρώτο, ασύνδετο, μέρος του ονείρου.
Καθόμουν, λέει, σε ένα μεγάλο τραπέζι με ξύλινους πάγκους στις δυο πλευρές του, ανάμεσα σε ένα πλήθος αγνώστων ανθρώπων. Ο καθένας μας είχε μπροστά του ένα μεγάλο, τσίγκινο, άδειο πιάτο, ένα παράξενο διχαλωτό πιρούνι και μια κούπα από πηλό. Το βλέμμα όλων μας ήταν στραμμένο στον ήλιο που φαινόταν σαν ένα φωτεινό δαχτυλίδι γύρω από το σκούρο σώμα της σελήνης. Ήταν η ώρα της δακτυλιοειδούς έκλειψης. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. Κρατούσα στην αγκαλιά μου τον φτενό, λούτρινο αρκούδο μου και παρατηρούσα το φαινόμενο με έναν απροσδιόριστο φόβο.
Ξάφνου ο διπλανός μου, ένας νεαρός με γερασμένο πρόσωπο και μεγάλα γαλάζια μάτια, γύρισε και με φίλησε στο στόμα. Πάγωσα. Ένιωσα και τον δικό του φόβο. Τα άδεια πιάτα, εκείνο το απροσδιόριστο κενό των ονείρων με την πηχτή απουσία χρόνου, κι εσύ, που νόμιζα πως με είχες εγκαταλείψει, μ’ εμπόδισαν να αντιδράσω. Ήθελα να ξυπνήσω. Ήξερα πως ήταν όνειρο αλλά έμενα εκεί, σιωπηλή κι απαθής, περιμένοντάς σε.

Ring of fire
Ring of fire

Μπήκες στο όνειρό μου αρκετά αργότερα, καθώς επανερχόταν το φως και είπες, χωρίς να εξηγήσεις πού ήσουν όλη αυτή την ανήσυχη ώρα, «Έλα, η Françoise μου έδωσε τα κλειδιά, μπορούμε να μπούμε μόνες μας στο μαγαζί τους». Σε κοίταξα που έστεκες εκεί, μπροστά μου, με το πράσινο των φύλλων βλέμμα σου, ντυμένη στα λιλά και τα μαβιά σου αλλά ούτε μου πέρασε από το μυαλό πως μπορεί κι εσύ να ήσουν πλασμένη απ’ το ίδιο όνειρο. Γύρισα σε κείνα τα χρόνια που ουδέποτε συναντηθήκαμε, παρότι ζούσαμε στην ίδια πόλη και ενώ μπαινοβγαίναμε συχνά στην αγαπημένη μας épicerie, της οδού François Miron, στο quartier Saint Gervais, στη συνοικία του Marais, πίσω από το μεγάλο δημαρχείο του Παρισιού. Την αποκαλούσαμε κι εμείς, σαν τους Γάλλους, «caverne d’ Ali-Baba», γιατί όπως και στη σπηλιά του Αλή-Μπαμπά ανακάλυπτες τους εκατοντάδες εξωτικούς θησαυρούς που οι Solsky συγκέντρωναν από κάθε γωνιά του πλανήτη. Στο παράξενο μπακάλικο του Izraël  μέχρι σήμερα το «αλλού» εξακολουθεί να είναι πάντα εδώ.

Photo: marianne-eric@Flickr
Photo: marianne-eric@Flickr

Θυμάμαι ακόμα ότι ο Jean-Pierre Coffe, εκείνος ο εντελώς sui generis γαστρο-κοσμικός δημοσιογράφος, έγραψε κάποτε πως «αρκεί να διαβείς το κατώφλι αυτού του μπακάλικου για να βρεθείς μεμιάς «αλλού», στην έρημο, στις στέπες, στις πάμπας στον Ισημερινό, στους πόλους, στη θάλασσα ή στις οροσειρές των Άνδεων». Κι είχε δίκιο γιατί όταν βλέπεις το χώρο νομίζεις πως ξεχείλισε το κέρας της Αμάλθειας κι έτσι ο Izraël και η Françoise Solsky-απόλυτα συμβατοί ως ζευγάρι- αναγκάστηκαν να στοιβάξουν την αφθονία που πλημμύρισε το μαγαζί τους σε πάγκους και ράφια, όπου διαφόρων ειδών καλούδια, άσχετα μεταξύ τους, γειτνιάζουν με ευχάριστα kitsch τρόπο, δημιουργώντας ένα ολόκληρο γευστικό σύμπαν. Ακόμα δεν ξέρω γιατί, από τότε ήδη, αποδεχτήκαμε πως τα ζαχαρωμένα φρούτα, τα κόντιτα, τα νουγκά, τα παστέλια, τα μάρτσιπαν και οι χαλβάδες δικαιούνται να συνυπάρχουν με το ταμπουλέ, το χούμους, τις ελιές, τα χαβιάρια, τους καφέδες, τον ταραμά και τα παστά ψαράκια, κάτω από αιωρούμενα σακουλάκια με λογιώ-λογιώ μπαχαρικά, σκόνες και μείγματα που συνθέτει μόνη της αυτή γηραιά πλέον, αλλά πάντα αισθαντική πατρόν του μαγαζιού.

Σε κοιτάω. Τώρα τα μάτια σου λάμπουν σαν του μικρού παιδιού, όπως περιεργάζεσαι τα μασούρια της κανέλας και τα συγκρίνεις με της κάσιας. Μετράς τα πιπέρια, πράσινο, μαύρο, λευκό, μακρύκοκκο, ροζ σαν πιπέρι (σχίνος τερεβινθόφυλλος) και Sansho (ξανθόξυλον το πιπερώδες), αλλά και Sichuan, Malabar, Sarawak, Tellicherry κι ανακαλύπτεις εικοσιπέντε διαφορετικά. «Κλείσε τα μάτια και πες μου τι είναι αυτό», λες ενώ, την ίδια στιγμή, μου βάζεις μερικούς κόκκους panch poron στο στόμα. «Αρωματικό μείγμα 5 σπόρων από τη Βεγγάλη, με κύμινο, μαραθόσπορο, μαύρο σινάπι, μοσχοσίταρο και μαυροκούκι», απαντώ αναλαμβάνοντας τον ρόλο του «φωτεινού παντογνώστη» που με στοιχειώνει σε όλη μου τη ζωή, όπως σ’ εκείνο το παιδικό μας παιχνίδι, πρόδρομο των trivial.
Θυμάσαι που άναβε μια λάμπα μόλις έδινες τη σωστή απάντηση; Γεμίζω τις τσέπες μου ξυλάκια γλυκόριζας - όνειρο είναι ποιος θα με σταματήσει; Εξάλλου η madame Σολσκί-η Φρανσουάζ, για τους τακτικούς της θαμώνες- αν και απούσα εξακολουθεί μου χαμογελάει, προτείνοντας μου μια τεράστια βανίλια από την Ταϊτή που το λουβί της θάναι σίγουρα διπλάσιο από της Μαδαγασκάρης ή του Μεξικού.

Photo: parisiansecrets.wordpress.com
Photo: parisiansecrets.wordpress.com

Σταματάω μπροστά από τους διάφορους μύλους κι ακούω την Κορνέλια να επαναλαμβάνει στον τρελό της πατέρα «σ’ αγαπώ σαν τ’ αλάτι». Σαν ποιο άραγε; Λευκό, γκρι, μπλε, ροζ, μαύρο, καπνιστό, χοντρό, σε νιφάδες άνθος;  Όπως κι αν είναι το αλάτι  μας ταξιδεύει για λίγο, αόρατο και πανταχού παρόν, στις αλμυρές εκκλησίες της Κρακοβίας, στις υπόγειες λίμνες της Wieliczka, στις αλυκές της Guérande και του Noirmoutier, του Μάλντον, της Χαβάης, της Σικελίας, στα αλατωρυχεία των Ιμαλάιων, στις ακτές της νήσου Οσίμα, όπου άλλοτε δένει το miso και άλλοτε μεταμορφώνεται σε gomashio.

Photo: gipsybazar@Flickr
Photo: gipsybazar@Flickr

Μυρίζεις βιολέτα; Ακούς μπόνγκος να ηχούν στο ρυθμό της σάμπα; Αισθάνεσαι την υγρασία του Αμαζονίου; Είναι όλα αυτά τα μπαχαρικά και τα βότανα που έχουμε ρίξει στο καλάθι μας, μαζί με το chutney, τις ρέπλικες παλιών μεταλλικών κουτιών εταιριών που έκλεισαν εδώ κι έναν αιώνα, τα φίλτρα του τσαγιού, τα κελυφωτά φιστίκια από το Ιράν, τα περουβιανά φασόλια, το πίρι-πίρι και τον αέρα της γαλήνης που γεμίζει τις ψυχές  μας. Με τέτοια αφθονία δεν θα έφταναν ούτε τα δυο μας πορτοφόλια να τα πληρώσουμε όλα σε ένα πραγματικό ταμείο. Πάρε μου και αυτό το πράσινο αυτοκρατορικό ρύζι, προσπαθώ να σε προλάβω. Εσύ όμως βγαίνεις στη François Miron, προχωράς και χάνεσαι, σαν μια άγνωστη και πάλι, χωρίς να τ’ ακούσεις, γιατί ποτέ δεν με ακούς, Αναστασία, όταν σου μιλάω στα όνειρα μου.

Έγινε και πάλι μέρα. Οι φόβοι υποχώρησαν καθώς η σελήνη απελευθέρωσε τον ήλιο από τη σκιά της. Στην μουντάδα του απομεσήμερου το μείγμα της Φρανσουάζ αφήνει το αρωματικό του αποτύπωμα στη σάλτσα που σιγοβράζει για το αποψινό τραπέζι. Σκέφτομαι να σε πάρω τηλέφωνο.
Θέλω να σου διηγηθώ το όνειρο μου. Ίσως αύριο, καλύτερα.

Epicerie Izraël
30, rue François Miron, Paris 75004, τηλ  01 42 72 66 23. Προσοχή όμως ποτέ την Κυριακή, αλλά ούτε και τη Δευτέρα


EPICERIE IZRAEL DANS LE MARAIS από laurencemyriem

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Πρόσφατα άρθρα της Θάλειας Τσιχλάκη

Πρόσφατα άρθρα στην κατηγορία 'Wiki'