Στις Τζιτζιφιές, σε πελάγη ευτυχίας
Όταν ήμουν παιδί, σε πολλές συνοικίες της Αθήνας, οι τζιτζιφιές (Ziziphus jujube) κυριαρχούσαν στους δρόμους. Τώρα έχουν εξαφανιστεί, μαζί με τις πιπεριές και τις νεραντζιές του Κακλαμάνη. Πάντως εγώ κάνω ό,τι μπορώ: όταν ζητούν τη συμβουλή μου για φύτεμα μεσογειακών κήπων ή πάρκων είναι από τα πρώτα δέντρα που προτείνω, επειδή ταιριάζουν πολύ στο κλίμα μας διατηρώντας την έντονη πράσινη φρεσκάδα τους όλο το καλοκαίρι με ελάχιστο νερό και καθόλου φροντίδα. Για τριγυρίστε τώρα, αρχές Σεπτεμβρίου, τους δρόμους... δέντρα και θάμνοι είναι σκονισμένα και κακόμοιρα, ή αλλιώς έχουν το μουντό γκριζοπράσινο χρώμα που τα προστατεύει απ τον ήλιο. Το φύλλωμα της τζιτζιφιάς, όμως, είναι στιλπνό και το πράσινό του φωτεινό και χαρούμενο. Όταν δε αρχίζουν και κοκκινίζουν οι καρποί, το θέαμα είναι εντυπωσιακό.
Βέβαια οι συνειρμοί των Αθηναίων και των Πειραιωτών δεν είναι με το δέντρο αλλά με τη γειτονιά. Τώρα πια έμεινε μόνο το όνομα της στάσης του τραμ... πάνε τα δέντρα, πάνε τα λαϊκά κέντρα. Η διπλή ταρίφα του Μανώλη Τραμπαρίφα σε πάει σε πολυσύχναστη λεωφόρο με θέα τις τεχνητές εκτάσεις του μπαζώματος και στο βάθος ίχνος θάλασσας. Κάποτε, και όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν, οι Τζιτζιφιές ήταν η παραθαλάσσια προέκταση της Καλλιθέας, και ο δρόμος της ακτής είχε τόση λίγη κίνηση, που η μουσική από τα υπαίθρια κέντρα, χωρίς ηλεκτρική ενίσχυση, δεν είχε συναγωνισμό, και τα δέντρα με το ζωηρό τους πράσινο χρώμα δεν μαράζωναν από τα καυσαέρια που τελικά τα σκότωσαν.
Τα κέντρα ήταν λαϊκά με την πραγματική έννοια: προσιτά σε όλους, φθηνά και απλά. Ήταν το «Φαληρικόν», ήταν του «Καλαματιανού» που τον πυροβόλησε ο αστυφύλακας και έγινε χαμός. Το ρετσινάτο κρασί ήταν χύμα με το κιλό (ή την οκά), τα πιάτα ήταν για να φας όχι να τα σπάσεις, και αν ήθελες να τιμήσεις την τραγουδίστρια με λουλούδι έπρεπε να το φέρεις από την αυλή σου. Του μπουζουξή που σου 'παιξε για να κάνεις το κομμάτι σου στην πίστα του 'χωνες δυο διπλωμένα κατοστάρικα στο τσεπάκι του κοντομάνικου και σου κουνούσε το κεφάλι ευχαριστώντας καθώς έπαιζε το επόμενο κομμάτι. Και οι μουσικοί... όλοι οι μεγάλοι: Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρης, η Σωτηρία Μπέλλου και η Μαρίκα Νίνου, στα πρώτα τους βήματα ο Μπιθικώτσης και ο Γαβαλάς. Δεν ήταν σταρ, ήταν μερακλήδες καλλιτέχνες που έπαιρναν μεροκάματο για να ψυχαγωγήσουν τον κοσμάκη.
Όλα αυτά για να σας μιλήσω για τα τζίτζιφα; Γιατί όχι; Όσο πιο πολυσύνθετοι οι συνειρμοί με το όμορφο δέντρο και το απλό φρούτο, το τόσο άσημο και ταπεινό και που δεν εμφανίζεται καν στα μανάβικα και τρώγεται μόνο τζάμπα απ' το δέντρο, τόσο πιο ριζωμένο θα μείνει μέσα μας ως γεύση και ως ιστορία. Έμένα μ’ αρέσει να τρώω τα τζίτζιφα και τώρα ακόμα που δεν έχουν ωριμάσει τελείως... είναι τραγανά, με φρεσκάδα μυρωδάτου μήλου. Όσο περνάνε οι μέρες σκουραίνει το χρώμα τους και αρχίζουν και μαλακώνουν, να ζαρώνουν και να ζαχαρώνουν σα χουρμάδες. Τότε είναι που κόβονται, ή ως ξηρός καρπός, ή για μαρμελάδα, ή για λικέρ, η για μεζές, ποτισμένα με το τσίπουρο που απορροφούν επί μήνες στη σκοτεινή ντουλάπα.
Στον τόπο καταγωγής τους, την Κίνα, θα έφριτταν αν ήξεραν πόσο τα περιφρονούμε εδώ. Εκεί το τζίτζιφο το τιμούν ως φάρμακο (πηγή άφθονης Βιταμίνης C και το καλύτερο δυναμωτικό για το συκώτι) αλλά και ως μεγάλη λιχουδιά και βάση γλυκών. Εκτός από λικέρ το κάνουν και κρασί.
Εδώ, στην Κέρκυρα, τα λένε «τζίντζολες» από το Ιταλικό giuggiole, και τα ξεραίνουν στον ήλιο για μεζέ ούζου. Οι μικρασιάτες Έλληνες τα έλεγαν «αλευράκια» και τα έφτιαχναν γλυκό του κουταλιού. Η ιστορία αυτής της ονομασίας είναι άγνωστη... Η φίλη μου η Άννα, γέννημα και θρέμμα της Πόλης, υποθέτει ότι μπορεί να έχει σχέση με την τουρκική τους ονομασία h ünnap ή ünnap. Η πρώτη συλλαβή της, το ün, είναι η λέξη για το αλεύρι, οπότε μπορεί οι έλληνες να τα έλεγαν «ουναπάκια», κατά μετάφραση «αλευράκια».
Στο Βένετο το δέντρο θεωρείται γούρικο και “apotropiaco” (αποτροπιαστικό) και, κατά τις τοπικές προλήψεις, φυτεύεται κοντά στις εισόδους των σπιτιών για να διώχνει τα κακά πνεύματα. Όταν οι Ιταλοί λένε ότι βρίσκονται “in brodo de guiggole” εννοούν ότι πλέουν σε πελάγη ευτυχίας. Το brodo είναι ένα παχύρευστο λικέρ, που χρησιμοποιείται και ως σιρόπι για το βήχα. Κρίμα δεν είναι να αφήσουμε να ξεχαστούν στον τόπο μας όσα σέρνει μαζί του το ταπεινό αυτό δέντρο;