Έρωτας και διεκδίκηση στη φύση
Είναι μια κολώνια που κρατάει χρόνια. Ο αδήλωτος έρωτας της Νιρβάνας μου και του άντρα, του αγέρα μου. Ξεκίνησε κάτι δεκάδες καλοκαίρια πριν, πάνω σε ένα σκαρί στις θάλασσες του Ιούνη. Ένα μεσημεριάτικα ζεστό πρωινό, πάνω σε μια βάρκα με πανί, κρατούσε η Νιρβάνα μαζί μου ένα σχοινί. Κι αυτός γλυκός, νεανικός, όμορφος και γρήγορος σαν άτι, της έκλεισε το μάτι. Μα αυτή τίποτα, παρέμεινε αδιάφορη και εντάξει. Φούσκωσε το πανί αυτός πιο δυνατά, μπας και τον κοιτάξει. Μα αυτή εξαφανίστηκε αλλού, δείχνοντάς του ότι τα κόλπα του αυτά ήταν προ πολλού ιδωμένα, αφήνοντας εμένα με τα χέρια ιδρωμένα να αποδείξω τι αξίζω.
Από τότε την κυνηγά παντού. Χθες πίνανε καφέ με τη Νιρβάνα μου αγκαλιά, κάτω από την κληματαριά, όταν το πρώτο φύλλο, το ξερό, έπεσε μέσα στο φλιτζάνι του καφέ, σαν μπισκότο γεμιστό. Κι αυτός ζήλεψε και μπήκε πάλι στον χορό. Τον κατάλαβα όταν άκουσα στα πόδια μου ένα σύρσιμο, ξερό, αργό, ζωντανό και χαρωπό. Ήταν τ' αδέρφι του μπισκότου που έπεσε από την κληματαριά. Κι αυτός, στα τέσσερα πεσμένος, άρχισε να παίζει με το φύλλο με την άκρη του νυχιού του, ψάχνοντας κάτι να της πει. Έπαιζε σαν τον γάτο, προκαλώντας την κάτι να του πει: «I 'm the wind of change», σφύριξε. Κι αυτή πάλι χαλάστηκε, συφιλιάστηκε και την έκανε μετρό. Αυτός εκεί επέμενε και τo 'παιζε τεκνό, έβαζε μαγκιά αλλά και μυρωδιά. Έγινε ένας αγέρας αποβροχάρης γεμάτος χάρη. Μια μυρωδιά ξεχασμένη από μήνες γεμάτη μνήμες. Είχε κάτι από φρεσκοκομμένο μανιτάρι, από μυρωδιά της ρεματιάς, του κρύου του νερού και του βρεγμένου φύλλου, μια μυρωδιά αντικαλοκαιρινή... κι αυτή γοητεύτηκε, κουρασμένη όπως ήταν, από τη θερινή την κάψα και ξαναγύρισε πίσω, με χαμόγελο τεντώνοντας τα χέρια και τα πόδια.
Κι αυτός συνέχισε το φλερτ και έδειχνε δύναμη και μούσκουλα κι άρχισαν τα φύλλα ρούμπα, σέρνοντας τα πόδια τους στην πλάκα. Κι αυτή άρχισε να ξαναχαμογελά αυτάρεσκα για πλάκα. Και σαν γνήσιος καμακιάρης άντρας, μη γνωρίζοντας τα όρια των κανόνων, της ρίχνει κάτι σταγόνες νερού χοντρές, σαν πέρλες του βυθού. Πίστευε ότι θα κάθονταν εκεί να χορέψει μαζί του στην βροχή. Μα αυτή δεν τσιμπάει, δεν είναι ηθοποιός να χορέψει ερωτευμένη στη βροχή. Την κάνει και του φεύγει. Κι αυτός λυσσάει, λυσσομανάει έξω από την πόρτα, κανείς ποτέ δεν του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Φωνάζει «κάνε κάτι, κάνε κάτι!». Μα για μια τέτοια γυναίκα πεθαίνεις για το κάτι...
Την ξάπλωσα μπροστά στο τζάκι. Μόνος με τη Νιρβάνα του εαυτού μου, την πήρα αγκαλιά, έβαλα μουσική και μου 'πε μάγκικα στο αυτί «Αγόρι, μη φοβάσαι, αν φυσήξω τονε σβήνω».