Ακούει κανείς;
Όσο περιμένουμε τους ειδικούς να μιλήσουν, στον χορό που άνοιξε η Χριστίνα Ταχιάου θα ήθελα να ακολουθήσω κι εγώ, ο μη ειδικός. Το θέμα είναι τι κάνουμε λάθος και η αγροτική παραγωγή της Ελλάδας δεν είναι η αναμενόμενη από άποψη ποιότητας, ποσότητας και οικονομικής αξίας.
Οι κύριες προσλαμβάνουσες που έχω είναι απ’ ό,τι γίνεται στην Τσαγκαράδα και στη γύρω περιοχή του Πηλίου. Οι βασικοί οικονομικοί πυλώνες της περιοχής την τελευταία δεκαετία ήταν ο τουρισμός (κατανοητό, καθώς αποτελεί μεγάλο τουριστικό προορισμό από τη δεκαετία του 60) και η οικοδομή (πάλι κατανοητό, καθώς οι εύποροι επισκέπτες θέλησαν να αποκτήσουν εξοχικό στην περιοχή που τους μάγεψε). Αυτά τα χρόνια η κτηνοτροφία σχεδόν εξαφανίστηκε και οι ασχολούμενοι αποκλειστικά με γεωργικές δραστηριότητες έμειναν ελάχιστοι. Τα κτήματα με τις ελιές, μηλιές, αχλαδιές, καστανιές, είτε καλλιεργούνταν στον ελεύθερο χρόνο, είτε κυρίως οι καστανιές εγκαταλείφθηκαν από αρκετούς. Όσο για τους ονομαστούς Πηλιορείτικους μπαξέδες με τις πεντανόστιμες πατάτες και τα ζαρζαβατικά, ας είναι καλά οι πλανόδιοι μανάβηδες που με τα αγροτικά τους όργωναν την περιοχή όλο τον χρόνο πουλώντας την πραμάτεια τους σε ντόπιους και παραθεριστές.
Η κρίση την τελευταία διετία έφερε μεγάλες αλλαγές. Ο εσωτερικός τουρισμός πληγώθηκε και η οικοδομή ‘πέθανε’. Όμως, από την άλλη, τώρα που ο ελεύθερος χρόνος περισσεύει και τα εισοδήματα λιγοστεύουν, ξανάνθισαν οι μπαξέδες, τα κτήματα καθαρίστηκαν και ξανακαλλιεργήθηκαν. Χαίρομαι όταν ανεβαίνω στο βουνό για μανιτάρια και βλέπω καστανιές που είχαν εγκαταλειφθεί για πάνω από είκοσι χρόνια, να δέχονται ξανά την ανθρώπινη φροντίδα. Το γεγονός αυτό έφερε και μια νέα επιχειρηματικότητα, καθώς μαζί με τα 2 (αναπόφευκτα) νέα σουβλατζίδικα άνοιξε και ένα κατάστημα με είδη και εφόδια για αγροτικές εργασίες.
Όμως εξακολουθούν να υπάρχουν εγκαταλειμμένα κτήματα. Ανήκουν σε ανθρώπους που δεν ζουν στην περιοχή. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποιο κόστος για τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος, είναι φυσικό να μην έχει και λόγο να φροντίσει για την αξιοποίησή του. Με την ελαχιστοποίηση του νέου φόρου ιδιοκτησίας για την αγροτική γη, χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία για το ξαναζωντάνεμα της υπαίθρου, καθώς οι κάτοχοι γης σε αγροτικές περιοχές, που δεν την καλλιεργούν, δεν έχουν κανένα λόγο να τη νοικιάσουν ή να την πουλήσουν σε ενεργούς αγρότες.
Βέβαια αναπτύσσονται και αμφιλεγόμενες νέες δραστηριότητες, όπως η υλοτομία. Η φύση παράγει χωρίς καμία φροντίδα δέντρα, εμείς τα κόβουμε ανέξοδα, τώρα που υπάρχει και μεγάλη ζήτηση για ξύλα. Αυτό ως ένα σημείο είναι υγιές, καθώς καθαρίζεται μια δασώδης περιοχή που είχε να δεχτεί φροντίδα για δεκαετίες. Όμως ποιος βάζει το όριο μεταξύ του τι είναι καθαρισμός και τι αφανισμός του δάσους; Όχι πάντως η πανταχού απούσα πολιτεία.
Ό,τι έχω περιγράψει παραπάνω είναι η ενστικτώδης αφύπνιση μιας πρώην αγροτικής κοινωνίας, που λόγω της κρίσης ενεργοποίησε τις καλλιεργητικές της μνήμες και προσπαθεί να επαναφέρει το αγροτικό ρολόι πενήντα και περισσότερα χρόνια πίσω. Είναι όμως αυτά τα προϊόντα και οι τρόποι καλλιέργειας η απάντηση στις ανάγκες και τη σημερινή ζήτηση;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό προϋποθέτει μια στρατηγική και έναν ευρύτερο, πιο κεντρικό σχεδιασμό για την αγροτική παραγωγή. Αυτό δεν είναι αρμοδιότητα του μεμονωμένου αγρότη, αλλά της πολιτείας και της επιχειρηματικής κοινότητας. Αυτοί είναι οι δυο πυλώνες, που μπορούν να ξέρουν ποιες είναι οι εξελίξεις και οι τάσεις στη ζήτηση και την καλλιέργεια των αγροτικών προϊόντων.
Ό,τι συμβαίνει στο Πήλιο είναι μια μικρογραφία του τι συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πώς περιμένουμε την αγροτική παραγωγή να αναστηθεί, να παράγει νέα προϊόντα ή να επαναπροσεγγίσει τα παλιά με δυναμικό τρόπο; Πώς περιμένουμε νέοι με διάθεση, που απελευθερώνονται από τομείς της οικονομίας που κατέρρευσαν, να δημιουργήσουν στον πρωτογενή τομέα; Υπάρχει σχεδιασμός; Υπάρχει πληροφόρηση; Υπάρχουν δράσεις; Για πόσο ακόμη θα βασιζόμαστε σαν χώρα στον ηρωισμό του πρωτοπόρου μικρού αγρότη, επιχειρηματία, επαγγελματία, που θα επενδύσει σε κάτι νέο, παλεύοντας από τη μια με το τέρας της δημόσιας γραφειοκρατίας και από την άλλη με τη χλεύη των βολεμένων;
Ακούει κανείς;