Σώστε τα αδέσποτα
Για πολλά χρόνια απέφευγα να φέρω οποιοδήποτε φυτό στο μπαλκόνι μου. Θεωρούσα πως με αυτά τα «πλάσματα» δεν θα κατάφερνα ποτέ να συνεννοηθώ, πως οι ευαισθησίες και οι απαιτήσεις τους δεν ήταν για εμένα. Ώσπου ένα βράδυ γυρνώντας σπίτι παραπάτησα σε ένα ξεχαρβαλωμένο κομμάτι αλόης. Δεν ξέρω γιατί αλλά, έτσι όπως το είδα παρατημένο πάνω στο βρώμικο πεζοδρόμιο, το λυπήθηκα και το μάζεψα. Την επόμενη μέρα του αγόρασα χώμα και γλάστρα και το φύτεψα. Δεν ήμουν και πολύ σίγουρη αν είχε νόημα αυτό που έκανα, αν το φυτάκι θα μπορούσε να σωθεί, όμως για κάποιο λόγο ήθελα να το κάνω.
Και τις επόμενες μέρες το πότιζα με τόσο όσο - ένα ποτηράκι του κρασιού μέρα παρά μέρα - και του έβαζα να ακούει τις μουσικές που ξεδιάλεγα για την εκπομπή μου στο ραδιόφωνο - είχα διαβάσει κάπου ότι τα φυτά νιώθουν τη μουσική. Πού και πού το τραβούσα απαλά για να δω αν κατάφερε να ριζώσει. Και όταν δυο εβδομάδες μετά ένιωσα το κορμάκι του να μου κρατάει κόντρα, τρελάθηκα από χαρά. Το φυτάκι τα είχε καταφέρει, είχε συνέλθει από το κώμα και οι ρίζες του είχαν βρει τον δρόμο τους στο χώμα.
Και από εκείνη τη μέρα άρχισαν να μπαίνουν στο σπίτι, μαζί με τα αδέσποτα ζώα, και τα αδέσποτα φυτά που έβρισκα στον δρόμο μου. Όσο ταλαιπωρημένο κι αν ήταν, όσο ξερό κι αν φαινόταν, το μάζευα και το φρόντιζα προσφέροντας του τα βασικά, χώμα, νερό και γλυκόλογα. Και ανακάλυψα έτσι πόσο απίστευτες αντοχές έχουν πολλά από αυτά τα πλάσματα που για χρόνια τα θεωρούσα απαιτητικά και μπελαλίδικα.
Με πρώτα και καλύτερα τα γιούκα, που είναι γεμάτα με τόση ζωή μέσα τους που μπορούν να αναστηθούν κι από ένα γυμνό κομμάτι. Όπως αυτό που βρήκα πριν κάμποσους μήνες. Ένα κομμάτι θεωρητικά ξερό. Ο φίλος, που με βοήθησε να τον κουβαλήσω, ήταν σίγουρος πως παιδευόμαστε άδικα «είναι ξερό αυτό το πράμα ρε παιδάκι μου, πιο ξερό και από το ξερό σου το κεφάλι».
Αλλά δεν ήταν. Το άφησα «αυτό το πράμα» καμιά δεκαπενταριά μέρες σε έναν κουβά με νερό και μετά το φύτεψα σε μπόλικο αφράτο χώμα. Για έναν μήνα το πότιζα καθημερινά και μετά 3 φόρες την εβδομάδα και πιο μετά όποτε το ζήταγε το χώμα. Όμως ο κορμός παρέμενε άγονος. Κι ο φίλος που τον κουβάλησε, οπότε ερχόταν σπίτι και τον έβλεπε έτσι, κουνούσε το κεφάλι του με αυτό το στα-έλεγα-εγώ ύφος. Αλλά εγώ δεν απογοητευόμουν.
Και πέρασαν έτσι 5 μήνες. Και προς τα τέλη του Ιουλίου, το είδα. Ένα τόσο δα φυλλαράκι, καταπράσινο και τρυφερό, να γεννιέται μέσα από «αυτό το πράμα». Ήταν η πιο συγκινητική στιγμή που έζησα με ένα αδέσποτο φυτό, πιο συγκινητική κι από εκείνη την πρώτη φορά. Και θα με περάσετε για τρελή αλλά, όπως το κοίταζα και του φώναζα βουρκωμένη «μπράβο, μπράβο είδες που τα κατάφερες;», το ένιωσα να μου χαμογελάει με ευγνωμοσύνη για τον χρόνο που του έδωσα.
Και από τον Ιούλιο «πέταξε» κι άλλα μωρά, που όσο περνάνε οι μέρες θεριεύουν και στολίζουν τον κάποτε στεγνό κορμό του. Κι εγώ τα καμαρώνω και το ξερό μου το κεφάλι δροσίζεται καθώς σκέφτομαι πόσο υπέροχο και μαγικό και δυνατό και παρήγορο πράγμα είναι η φύση.
Γι’ αυτό, λοιπόν, την επόμενη φορά που θα δείτε κάποιο αδέσποτο φυτό παρατημένο σε κάποιο βρώμικο πεζοδρόμιο, υιοθετήστε το και δώστε του μια ευκαιρία. Την αξίζει.