Αρώματα και γεύσεις Λακωνίας
Η δοκιμή κρασιών σε έναν ορεινό ξενώνα, μέσα σε ένα τοπίο μαγικό, κατά τα τη διάρκεια ενός γεύματος με εκλεκτά προϊόντα της περιοχής, είναι μια συνολική εμπειρία που δεν μπορεί παρά να μείνει αξέχαστη. Πέστροφες και σολομοί, άγρια χόρτα και μυριστικά, αγριογούρουνο και άγρια μανιτάρια. Τι πιο εκλεκτό μπορεί να προσφερθεί σε μια γευσιγνωσία κρασιών; Ολα αυτά τα γευτήκαμε στο Γεωργίτσι της Λακωνίας, προορισμό άγνωστο στους πολλούς, στο «Μπαλκόνι του Ταϋγέτου», ορεινό ξενώνα σε θέση στρατηγική, καθώς από τις βεράντες του αγναντεύεις ολόκληρη την κοιλάδα του Ευρώτα.
Μέχρι το Πάσχα λέγεται ότι ο καινούργιος δρόμος που συνδέει τη Μεγαλόπολη με τη Σπάρτη θα έχει παραδοθεί, οπότε ο άγνωστος βόρειος Ταΰγετος θα έρθει πιο κοντά στην εθνική οδό από την έξοδο προς τον οικισμό της Πελλάνας, που βρίσκεται ανάμεσα στο Καστόρι -το κεφαλοχώρι της περιοχής- και το Γεωργίτσι. Παρόλα αυτά αξίζει η διαδρομή από το Αθήναιο (έξοδος στην εθνική οδό Τρίπολης Μεγαλόπολης, μετά τα διόδια της γέφυρας Μάναρη) και από εκεί προς Πάπαρη-Σκορτσινό-Πηγές Ευρώτα-Κυπαρίσσι-Λογκανίκο-Αγόριανη-Γεωργίτσι. Το πέρασμα από την Αρκαδία στη Λακωνία είναι πολύ γοητευτικό.Το τοπίο αλλάζει, η χαμηλή βλάστηση με τους αγκαθωτού ασπάλαθους και το ευγενικό άρωμα των σπάρτων δίνουν τη θέση τους σε ένα ένα οργιώδες πράσινο και βουητό νερού. Ο δρόμος περνάει από χωριά με παράξενα ονόματα που είναι σχεδόν έρημα και θεοσκότεινα τη νύχτα, αλλά. ακόμα και όταν νυχτώνει, κάποιο καφενείο θα είναι ανοικτό και άνθρωποι που πίνουν εκεί το τσίπουρό τους θα έτοιμοι να σε καθοδηγήσουν. Στο τέλος του δρόμου, εξάλλου, υπάρχει ένας φιλόξενος ξενοδόχος που θα σε φροντίσει.
Μια πρόσκληση για να δοκιμάσουμε ένα καινούργιο κρασί στάθηκε η αφορμή για το δικό μας ταξίδι στον Ταΰγετο. Προς στιγμήν χαθήκαμε μέσα στο σκοτάδι και την απόλυτη ερημιά, κάπου ψηλά διακρινόταν μόνο μια σειρά από κόκκινα φώτα (ανεμογεννήτριες). Τελικά, αφού ξυπνήσαμε με τα βρουμ-βρουμ μας αγριογούρουνα, ασβούς, λαγούς και αγριοκούνελα, φτάσαμε σε ένα φιλόξενο καφενείο στο Λογκανίκο, μας έδειξαν τα φώτα της Αγόριανης και πάνω ψηλά του Γεωργιτσίου και ησυχάσαμε.
Ο Γιάννης Παύλου μας περίμενε στην πλατεία ενώ η Κική, η γυναίκα του, ετοίμαζε φαγητό για αποκαμωμένους νυχτερινούς ταξιδιώτες. «Είσαστε από δω;», ρωτήσαμε το ζευγάρι λίγο αργότερα, όταν καθίσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι. Καμιά σχέση οικογενειακή δεν έχουν, με τον καιρό όμως έγιναν Γεωργιτσάνοι. Από την Κόρινθο ήρθαν, όπου είναι η έδρα της βασικής δουλειάς του Γιάννη, που αναλαμβάνει εργολαβικά με τα δικά του συνεργεία τη διακόσμηση ξενοδοχείων. Ένα ζεστό καλοκαίρι, πριν από χρόνια, πήραν οι δυο τους τα βουνά για να δροσιστούν και είπαν «εδώ θα φτιάξουμε το εξοχικό μας». Το οποίο όμως, δεν δίστασαν να γκρεμίσουν -όταν άρχισε η κρίση και οι οικοδομικές εργασίες μειώθηκαν δραματικά- για να φτιάξουν έναν ξενώνα με εστιατόριο, γνωστό πια στην περιοχή για το σπιτικό φαγητό της Κικής. Και εγκαταστάθηκαν εδώ μαζί με τα δυο μικρότερα παιδιά τους, που πηγαίνουν ακόμη στο σχολείο, σε λύκειο της Σπάρτης ο γιος τους, στο γυμνάσιο του Καστορείου η κόρη τους, ενώ ο μεγάλος έχει φύγει για σπουδές στο εξωτερικό.
Εκτός από τα (πιο αστικά) μαγειρευτά της κατσαρόλας και του φούρνου, που φτιάχνει η Κική, οι επισκέπτες του χωριού μπορούν να γευτούν ψητά στην πλατεία του χωριού, στην ψησταριά «Πλάτανος», και τοπικές λιχουδιές στην ταβέρνα του Θύμιου, που τιμούν επίσης οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι από τα γύρω χωριά. Ο Θύμιος κυνηγάει αγριογούρουνα και η μητέρα του τα μαγειρεύει, αλλά δεν προλάβαμε αυτή τη φορά να τα δοκιμάσουμε. Κρατάμε όμως τον προορισμό για μια μελλοντική επίσκεψη.
Μετά από ένα βαθύ ύπνο -δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το ξύπνημα στο βουνό- και ένα διπλό εσπρέσο, φύγαμε για μια βόλτα στο χωριό με ξεναγό μας τον Χοντρό (ο Χοντρός και ο Βίκτωρας είναι τα δύο υπέροχα σκυλιά της οικογένειας). Σε παραλαμβάνει από την είσοδο του ξενώνα και με νοήματα σε οδηγεί πρώτα στο τεράστιο πέτρινο σχολείο του Γεωργιτσίου, που χτίστηκε το 1933 με δωρεές μεταναστών Γεωργιτσάνων στην Αμερική, και δεν υπάρχει μεγαλύτερο σε όλη την Πελοπόννησο, ίσως μάλιστα είναι το μεγαλύτερο σχολικό κτίριο χωριού σε όλη την Ελλάδα. Μετά στο παντοπωλείο – μουσείο ο «Σωκράτης» και κατόπιν στην πλατεία του χωριού με τον υπεραιωνόβιο πλάτανο. Στο παντοπωλείο γευτήκαμε το λουκουμάκι και το μπράντι από το βαρελάκι, που μας κέρασε ο γλυκύτατος κύριος Θανάσης Δήμος, ακούσαμε ιστορίες του χωριού από έναν συγχωριανό του, που ήρθε για τα ψώνια της ημέρας, στην πλατεία χαιρετήσαμε τον κυνηγό-εστιάτορα και τη μητέρα του και ξεκινήσαμε για μια βόλτα στα γύρω χωριά.
Στο Καστόρι ή Καστόρειο
Κατά τη μυθολογία στις ειδυλλιακές, πλην όμως απότομες, πλαγιές του βουνού ο Δίας ενώθηκε ερωτικά με τη Λήδα, τη σύζυγο του Τυνδάρεω, βασιλιά της Λακεδαιμόνας και από την ένωση τους γεννήθηκαν οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης και η Ελένη, η σύζυγος του Μενέλαου. Ο Κάστορας έδωσε το όνομά του στην ωραία ορεινή κωμόπολη και στον ποταμό με το ομώνυμο φαράγγι.
Εντύπωση μου έκανε ότι στο Καστόρι, αν και είναι πολύ ζωντανό, δεν υπάρχουν εστιατόρια. Στον κεντρικό δρόμο με τα εντυπωσιακά πετρόχτιστα και νεοκλασικά αρχοντικά –ένα από αυτά είναι δικηγορικό γραφείο- υπάρχουν δύο βενζινάδικα, ένα ATM της Τράπεζας Πειραιώς και αναμένεται άλλο ένα της Εθνικής, μας είπαν, δύο κομμωτήρια, καφενεία, μπακάλικα, μανάβικο που πουλάει επίσης λουλούδια φυτά και εργαλεία, παιδική χαρά και ένας παλιός παραδοσιακός φούρνος. Αν όμως πεινάσεις, θα πρέπει να ανηφορίσεις προς το Γεωργίτσι, όπως κάνουν και οι ντόπιοι όταν δεν τρώνε σπίτι τους.
Στον φούρνο Ταΰγετος του Νεκτάριου Μανιώτη, η κυρία Κυριακή και η κυρία Αθηνά μας κερνάνε προσκομίδια (στρογγυλά ψωμάκια με γλυκάνισο, που μόλις είχαν ξεφουρνίσει για το μνημόσυνο της επόμενης ημέρας) και κουραμπιέδες και λίγο πιο πάνω η γλυκιά Παναγιώτα, που μετέτρεψε το παλιό μαγαζί του πεθερού της σε κομμωτήριο, μας στέλνει απέναντι να γνωρίσουμε την κυρία Γεωργία Νικητάκη η οποία, παρά τα χρόνια και τους πόνους της, με σπασμένο πόδι και τραυματισμένο χέρι, ανοίγει καθημερινά το εμπορικό της κατάστημα (παντοπωλείο – γυαλικά και ό,τι άλλο μπορεί να χρειάζεται ένα σπιτικό στην περιφέρεια). Φιλόξενη, όπως όλοι οι άνθρωποι που συναντήσαμε εδώ πέρα –σκέψου ότι ο βενζινάς μας έδωσε την κάρτα του για την περίπτωση που κάτι μας συμβεί και τον χρειαστούμε!- η κυρία Γεωργία μας κερνάει κέικ και πορτοκαλάδα και με το χαμόγελο στα χείλη μας διηγείται ένα σωρό στιγμιότυπα από τη δύσκολη ζωή της.
Στο καφενείο γνωρίζουμε τον Κώστα Λαγανά, πρόεδρο του Συλλόγου Φίλων του Ταϋγέτου, η «Λουσίνα», για την προστασία του δάσους του Ταϋγέτου και την ανάδειξη των φαραγγιών και του δικτύου των μονοπατιών, που έχει στο ενεργητικό του αμέτρητες ώρες πεζοπορίας, αναρρίχησης και καταβάσεων -σ΄αυτόν πρέπει να απευθυνθείς εδώ, αν θέλεις να ασχοληθείς με σπορ στη φύση, ο τόπος είναι ιδανικός για τέτοιες δραστηριότητες- και σε λίγο στο γραφείο της «Λουσίνας» θα θαυμάσουμε τις φωτογραφίες με τα αγριολούλουδα που καλύπτουν εντελώς τους τοίχους. Τα πράγματα βέβαια δεν είναι τόσο ιδανικά όσο φαίνονται με την πρώτη ματιά, ή τουλάχιστον όχι για όλους. Κάποιοι μετακομίζουν, ένα καλόγουστο μαγαζί κλείνει. Ρωτάμε. Μια ωραία κοπέλα μας λέει ότι, αν και προσπάθησαν με τον άντρα της και τα παιδιά τους να ζήσουν και να δουλέψουν στο Καστόρι, δεν τα κατάφεραν. Έκλεισαν την «Παλιά Αγορά» τους (ένα μοντέρνο καφέ - εστιατόριο) και ξαναγύρισαν στην Αθήνα και στις παλιές δουλειές τους.
Την επόμενη ημέρα θα ξαναπάμε στο Καστόρι για να δούμε τις πέστροφες, τους σολομούς και τους οξύρυγχους στο G-Fish, το διάσημο εκτροφείο του Γιάννη Γεροντίδη, που με τις ψαρολιχουδιές του έχει βάλει τη Σπάρτη (διατηρεί κατάστημα ντελικατέσεν) στον χάρτη της υψηλής γαστρονομίας. Δεν θα προλάβουμε όμως να επισκεφτούμε τις στρουθοκαμήλους του Δημήτρη Ψαθά στα Μανταίικα, ούτε τη γαλακτοκομική φάρμα που βρίσκεται στο δρόμο για τη Σελασία. Τι το ιδιαίτερο μπορεί να έχει μια φάρμα με αγελάδες και μοσχαράκια; Παγώνια. Δεν έχει σκυλιά αλλά παγώνια για τη φύλαξη των ζωντανών. Δεν είναι καταπληκτικό; Θέλω να το δω αυτό και λέω να ξανάρθω, εξάλλου δεν προλάβαμε να επισκεφτούμε ούτε τον αρχαιολογικό χώρο της Πελλάνας.
Βρίσκεται πολύ κοντά στο Καστόρι, εκεί όπου η αρχαιολογική σκαπάνη αναζήτησε την Ομηρική Λακεδαιμόνα και τα ανάκτορα του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης. Στα σημαντικότερα μνημεία της Πελλάνας συγκαταλέγεται ένα νεκροταφείο με έξι θολωτούς τάφους της μυκηναϊκής περιόδου, λαξευτούς σε βράχο, μεταξύ των οποίων και ένας βασιλικός τάφος των πρώιμων μυκηναϊκών χρόνων (1500 π.Χ. περίπου), η Ακρόπολη της Πελλάνας με λείψανα τείχους των ελληνιστικών χρόνων και κατάλοιπα από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας, ενώ στην κορυφή της Ακρόπολης οι ανασκαφές έφεραν επίσης στο φως λείψανα κατοίκησης από την περίοδο των πρωτοελλαδικών χρόνων (2.500 π.Χ. περίπου).
Η ομορφιά της φύσης είναι συγκλονιστική σ’αυτό τον τόπο, που ο χρόνος μοιάζει σα να έχει σταματήσει χρόνια πριν, η άνοιξη είναι αυτές τις ημέρες στα καλύτερά της, κερασιές, αγριολούλουδα, αγριοκουτσουπιές, γλυσίνες και πασχαλιές βάφουν μωβ το τοπίο και αρωματίζουν τον αέρα. Αφήνουμε πίσω μας τα περιβόλια και ανηφορίζουμε πάλι προς το Γεωργίτσι.
Οι λάτρεις των γεύσεων
Στο σαλόνι ο Γιάννης Παύλου μας γνωρίζει τους φίλους του, μανιταροσυλλέκτες που έχουν έρθει και αυτοί για τη γευσιγνωσία. Ο Χαράλαμπος Κασάπης δουλεύει στο εργοστάσιο του Καρέλια, είναι όμως παθιασμένος με τα μανιτάρια –φεύγοντας θα μας χαρίσει σακουλάκια με αποξηραμένα πορτσίνι- το ίδιο και η Παναγιώτα Κάτσου, είναι «μαγειρεύτρια» μας λέει, παλιότερα είχε ένα εστιατόριο στην Καλαμάτα, το Κιούπι. Όταν έρχεται και ο Στάθης Γιαννάτος –γνώστης επίσης και στενός τους φίλος που ετοιμάζεται να ανοίξει ένα εξειδικευμένο μανιταροκατάστημα κοντά στην Κηφισιά- η συζήτηση περί μανιταριών ανάβει. Μαθαίνουμε υπέροχες συνταγές, παίρνουμε πληροφορίες για θανατηφόρα είδη (δεν θέλω να ξέρω), ακούμε λεπτομερείς περιγραφές και ονόματα που αδυνατώ να συγκρατήσω. Και, όπως κάθε φορά που βρίσκομαι με μανιταροπαθιασμένους ανθρώπους, μένω έκπληκτη και μαγεύομαι με αυτή την τρέλα τους που κανένας άλλος γαστρολάγνος δεν διαθέτει, μπορούν να μιλάνε εμμονικά για τα μανιτάρια με τις ώρες.
Σε λίγο φτάνουν από τη Μονεμβασιά η Έλλη και ο Γιώργος Τσιμπίδης με τα κρασιά τους και ο Γιάννης Γεροντίδης από το Καστόρι με τους σολομούς και τις πέστροφές του. Γινόμαστε μια μεγάλη παρέα και δοκιμάζουμε τα κρασιά του Οινοποιείου της Μονεμβασίας, που είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές αυτό το Σαββατοκύριακο και ήρθαν από το νότο της Λακωνίας για να συνοδεύσουν τοπικές λιχουδιές. Τα πάντα σ’αυτό το τραπέζι είναι προϊόντα που παράγει η εύφορη λακωνική γη. Ο Τσιμπίδης είναι φανερά συγκινημένος, τόσο που, όταν μας μιλάει για τη Malvasia, δακρύζει: «Είμαστε υπηρέτες της ιστορίας του τόπου μας, δεν χρειάζεται να στήσουμε κάποιο μύθο, εμείς είχαμε παρελθόν αλλά δεν είχαμε αμπελουργικό και οινικό παρόν, αυτό έπρεπε να το ξαναστήσουμε από την αρχή», θα μας πει έχοντας στη σκέψη του το επόμενο βήμα που δεν είναι άλλο από την ανάδειξη της διεθνούς διάστασης της Malvasia.
Η βραβευμένη Κυδωνίτσα του αποδεικνύεται ιδανικός σύντροφος του σολομού, που ψήνει ελαφρά στον φούρνο ο Γεροντίδης (μόνο με λίγο άνηθο και σκόρδο), όμως σχεδόν όλοι συμφωνούμε ότι αυτό το φίνο ψάρι ταιριάζει επίσης και με το καινούργιο κόκκινο κρασί του οινοποιείου, το Mura Rossa (εμπνευσμένο το όνομα τα κόκκινα τείχη της Μονεβασιάς). Είναι Λημνιώνα, μια σπάνια θεσσαλική ποικιλία, που ήρθε τα τελευταία χρόνια στη Μονεμβασιά. Αν και του 2010 είναι ακόμη τόσο φρέσκο, ένα κρασί γοητευτικό. Ο Τσιμπίδης με χαρά μας πληροφορεί ότι το κρασί του 2011, που θα κυκλοφορήσει του χρόνου, θα είναι μάλιστα ακόμη καλύτερο. Ανυπομονούμε να το απολαύσουμε.
Η Κυριακή θα ξημερώσει μουντή. Μια λεπτή βροχή μουσκεύει τα πάντα. Το θέλουν αυτό το νεράκι, δεν έβρεξε φέτος. Ο Χοντρός και ο Βίκτωρας γυρνάνε μουσκεμένοι, το ίδιο και οι μανιταροσυλλέκτες, που μανιτάρια μπορεί να μη βρήκαν, αλλά απολαύσανε τη βόλτα τους τα χαράματα στο βουνό. Ο ξενώνας ολόκληρος μυρίζει γλυκιά φιλοξενία, είναι σα να βρίσκεσαι σε ένα μεγάλο σπίτι με φίλους. Τα τραπέζια-αντίκες στρώνονται, τα πιάτα βγαίνουν το ένα μετά το άλλο, η Κική έχει ψήσει ένα υπέροχο ψωμί. Ο Γιώργος Τσιμπίδης μας παρουσιάζει τα κρασιά του και μιλάει για την ποικιλία κάθε φορά που ένα από αυτά σερβίρεται με το ανάλογο πιάτο. Απολαμβάνουμε ένα ωραίο γεύμα, μια μεγάλη παρέα όλοι μαζί, οικογένειες που ήρθαν από την Αθήνα, τη Σπάρτη, τη Μονεμβασιά, την Καλαμάτα. Αργά το απόγευμα οι περισσότεροι επισκέπτες έχουν φύγει και ο καιρός έχει κρυώσει αισθητά. Με ένα τελευταίο ποτήρι δίπλα στο τζάκι αποχαιρετάμε τους καινούργιους φίλους μας, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για το φθινόπωρο, οπότε σχεδιάζεται μια εξόρμηση για συλλογή μανιταριών. Ωραία θα είναι, σκέπτομαι.