Καρπούζι με τη βούλα για καρπουζόπιτα ή και γρανίτα κι ένα κοκτέιλ, παρακαλώ
Ζεστό απόγευμα του Αυγούστου και άπνοια. Κάθεσαι στην αυλή με ένα βαθύ πιάτο στα γόνατα γεμάτο καρπούζι. Ρουφάς τη γλύκα του και φτύνεις όσο πιο μακριά μπορείς τα μαύρα σπόρια για να φυτρώσουν καρπουζιές. Λέμε τώρα. Γιατί καρπουζιά είναι αδύνατο να φυτρώσει σε καυτές πλάκες έστω και αν ποτίζονται κάθε βράδυ ή σε ρωγμές της ασφάλτου που λιώνει η μαύρη κάτω από τον ήλιο τον καυτό.
Και μετά μεγαλώνεις και μαθαίνεις ότι το καρπούζι είναι superfood και άρα καλά έκανες ως παιδί που το έτρωγες με τα κιλά αλλά κακώς έφτυνες τα κουκούτσια γιατί είναι κι αυτά πολύ ωφέλιμα. Και αν το φας ζεστό ακόμα καλύτερα γιατί (όπως και η ντομάτα) περιέχει λυκοπένιο και μάλιστα όσο πιο κόκκινη η σάρκα του τόσο περισσότερο το λυκοπένιό του.
Αλλά όχι αυτό δεν θα το κάνω κι ας προσλάβει ο οργανισμός μου λιγότερη ποσότητα λυκοπενίου, εκτός κι αν βρεθώ μέσα σε καρπουζομποστάνι οπότε όπως μου έχουν πει ότι έκαναν οι φίλοι μου παλιά, θα το σπάσω σε μια πέτρα και θα φάω την καρδιά του, τραγανή, γλυκιά κι ας είναι χλιαρή. Και θα το κάνω παγωτό και σιτσιλιάνικη γρανίτα με βότκα και αντί για βότκα μπορεί να βάλω ένα τσίπουρο απαλό για τρελά πάρτι καλοκαιρινά.
Πώς γίνεται; Απλό. Αφαιρείς τα κουκούτσια, στύβεις το καρπούζι που πρέπει να είναι γλυκό και νόστιμο και ανακατεύεις τον χυμό του (4 φλυτζάνια) με βότκα ή τσίπουρο (1/2 φλιτζάνι) και ένα απλό σιρόπι που έχεις φτιάξει με 1 φλιτζάνι ζάχαρη, 1 φλιτζάνι νερό και το χυμό ενός λάιμ ή ενός λεμονιού. Το αδειάζεις σε ένα ταψί και το βάζεις στην κατάψυξη. Μόλις παγώσει το ξύνεις με ένα πιρούνι να σχηματιστούν κρύσταλλοι.
Επαναλαμβάνεις το ξύσιμο 5-6 φορές σε διάστημα τεσσάρων ωρών και η γρανίτα είναι έτοιμη. Τη σερβίρεις για εφέ μέσα στο αδειασμένο καρπούζι με φυλλαράκια δυόσμου. Αν όμως υπάρχουν παιδιά στην παρέα, δεν βάζεις το αλκοόλ από την αρχή. Το προσθέτεις κατά το σερβίρισμα και στα ποτήρια όσων προτιμούν το ποτό τους παιδικό προσθέτεις σόδα.
Εννοείται ότι τη στυμμένη σάρκα του καρπουζιού δεν την πετάς! Την κάνεις πίτα. Δηλαδή καρπουζόπιτα Φολεγάνδρου (που την κάνουν όμως επίσης στη Μήλο και στην Κίμωλο), καρπουζένια ή αδιαγγουρένια (από το αδιάγγουρο, την τοπική άνυδρη ποικιλία του καρπουζιού) όπως λένε αυτή τη λεπτή και γλυκιά πίτα στο νησί.
Ζυγίζεις την ψίχα από το καρπούζι (περίπου 1 κιλό στραγγισμένη) και την ανακατεύεις με 400-450 γρ φαρίνα (αλεύρι που φουσκώνει μόνο του ή για όλες τις χρήσεις οπότε προσθέτεις 1/2 κ.τ.σ baking powder) και 1 ποτήρι ζάχαρη, προσθέτεις ½ κουταλάκι του γλυκού κανελογαρίφαλα σε σκόνη και προαιρετικά λίγη βανίλια, απλώνεις τον χυλό σε λαδωμένο ταψί (πρέπει να είναι λεπτή η πίτα), πασπαλίζεις με μπόλικο σουσάμι, ραντίζεις με ελαιόλαδο και ψήνεις σε προθερμασμένο φούρνο στους 170-180 βαθμούς μέχρι να ροδίσει η επιφάνεια του γλυκού, για περίπου μιάμιση ώρα (ή και παραπάνω).
Οσο είναι ζεστή η πίτα την αλείφεις με μέλι, την κόβεις σε κομμάτια και τη σερβίρεις χλιαρή, και την άλλη μέρα όμως εξίσου νόστιμη θα είναι. Εννοείται ότι ούτε τα κουκούτσια πετάς, εντάξει; Τα αφήνεις να στεγνώσουν εντελώς για να βγαίνει εύκολα ο φλοιός τους και τα τρως σαν πασατέμπο ή τα ανακατεύεις με το μούσλι του πρωϊνού.