Κάτι να κρατηθώ
Θα μου συγχωρήσετε τον προσωπικό και κάπως ευσυγκίνητο τόνο, σύμφωνοι; Στο μεταίχμιο που όλοι βρισκόμαστε, έχοντας έρθει τούμπα άπειρες βεβαιότητες και ανέσεις (πρακτικές και άυλες) από κάπου πρέπει να πιαστεί κανείς- όχι για να περνάει καλά, αλλά για να βγάζει τη μέρα. Να μπορέσει να βρει μιαν ακρούλα να πιαστεί- όχι ένα χέρι αλλά ένα δαχτυλάκι από το χέρι.
Σε ένα αεροδρόμιο βρισκόμουν σήμερα νωρίς το πρωί επιστρέφοντας στην Ελλάδα και θέλησα να σκεφτώ ένα πράγμα ελληνικό, που να με κάνει να το επιθυμώ και να δικαιολογώ την επιστροφή μου.
Για κάποιο σκοτεινό και παράδοξο λόγο δεν ήταν ούτε η θάλασσα ούτε η Ακρόπολη ούτε το Τουρκολίμανο και η οδός Πανεπιστημίου. Σκέφτηκα σαν παρηγοριά τις αμυγδαλιές – τις ωραιότερες και πλουσιότερες είχα αντικρίσει μαγεμένη πριν από πολλά χρόνια στη Βοιωτία. Οδηγούσες αμέριμνος νομίζοντας ότι τίποτα δεν θα εκπλήξει και αίφνης ήταν σαν τα σύννεφα να 'χαν γίνει λουλούδια και να 'χαν μοιραστεί στα δέντρα.
Οι αμυγδαλιές θα 'χουν ανθίσει στις πλαγιές του Ελικώνα, σ’ αυτές θα κάνω φόκους, οι βερολινέζικες στo Prenzlauer Berg αργούν ακόμη πολύ.
Αυτό είναι το νόημα του bostanistas, σκέφτομαι, και το συνοψίζω ως πρώην καλή φοιτήτρια σε τρεις γραμμές:
1. Αυτό που ανασαίνει μέσα στο χώμα, αυτό που φτιάχνουμε για να θρέψουμε τον αγαπημένο μας είναι το μόνο που μπορεί να μας δώσει δύναμη.
2. Η φράση από ένα μόττο που 'δα ανηρτημένο: «Όσα λιγότερα χρειαζόμουν τόσο καλύτερα ένιωθα» και
3. (ακουσμένη από το στόμα ενός εξαιρετικά ταλαντούχου αγνώστου μου)
«Ναι, είμαι γραφίστας αλλά μου αρέσει πολύ η δουλειά του πωλητή σε πάγκο μανάβη, στη λαϊκή αγορά».