Ψωμί κι αλάτι
Είχε περπατήσει εκατόν σαράντα μέρες. Τα βραχώδη εδάφη με τις κοφτερές πέτρες διέλυσαν τα σκαρπίνια του και μετά τα πρόχειρα σανδάλια που έφτιαξε με το δέρμα της samsonite τσάντας του.
Το Armani κοστούμι του κουρελιάστηκε στα κλαδιά των θάμνων και στ’ αγκάθια που έφραζαν τον ανύπαρκτο δρόμο του. Το τελευταίο μάτσο από χαρτονομίσματα και κάτι συμβόλαια αγοράς γυάλινων κτιρίων είχαν γίνει προ πολλού προσάναμμα για τις βραδινές φωτιές του. Τα νύχια του είχαν ξεκουπιστεί, τα γόνατα του είχαν πληγιάσει, η πλάτη του ήταν γεμάτη από τσιμπήματα κουνουπιών και δαγκώματα σκορπιών.
Λίγο πριν το σούρουπο της εκατοστής τεσσαρακοστής μέρας, βρέθηκε μπροστά στην φωτιά τους. Ματωμένος, ρακένδυτος, λερός, άνυδρος, αποστεωμένος.
Παραμέρισαν αμίλητοι για να του κάνουν χώρο. Του πρόσφεραν ένα πήλινο κύπελλο με γάλα.
Η πρησμένη γλώσσα του αναγάλλιασε στην γλυκιά γεύση. «Πούθε έρχεσαι;» τον ρώτησε ο γεροντότερος. «Δε θυμάμαι» απάντησε αυτός, συνειδητοποιώντας ότι ήταν οι πρώτες λέξεις που είπε σε άνθρωπο εδώ και εκατόν σαράντα μέρες. Μια γριά μάσησε κάτι φύλλα, έβγαλε ένα πρασινωπό πολτό απ’ το φαφούτικο στόμα της και τον άπλωσε πάνω στις πρησμένες δαγκωματιές που βασάνιζαν το κορμί του. Το δηλητήριο των μιαρών της φύσης υποχώρησε. Ένιωσε ν’ αδειάζει μέσα του, σα να συνερχόταν. «Πεινάω» είπε.
Μια νεαρή κοπέλα με ολόμαυρα μάτια πήρε μια χουφτιά ζύμη από μια χοντροφτιαγμένη λεκάνη, έφτιαξε μια πλακουτσωτή πίτα και την άπλωσε πάνω σε μια καυτή πέτρα που παραμέρισε απ’ τη φωτιά μ’ ένα ξύλο. Αναποδογύρισε το ζυμάρι για να ψηθεί κι απ’ την άλλη πλευρά κι έπειτα έχωσε το χέρι της μέσα στην κελεμπία της. Έβγαλε ένα πάνινο σακουλάκι, το έγειρε προσεκτικά πάνω στην καυτή πίτα κι έριξε πάνω της μερικούς λευκούς κρυσταλλικούς κόκκους. «Τι είναι;» ρώτησε ο άνδρας, καθώς έπαιρνε την πίτα από το χέρι της. «Ζύμη ψημένη με χώμα και στάχτη» απάντησε ο γέρος «μαζί με αλάτι από τα αλατωρυχεία των Σοδόμων. Το βγάζουν οι κατάδικοι απ’ τις στοές.»
«Ψωμί κι αλάτι» μουρμούρισε σεληνιασμένος ο νεαρός άνδρας, καθώς έφερνε το αρχαϊκό φαγητό στο στόμα του. Απέναντι του, τα κατάμαυρα μάτια της τον κοίταζαν ανεξιχνίαστα. Ένα διπλό ρίγος συντάραξε την ύπαρξη του. Στην πρώτη μπουκιά, ο στερημένος ουρανίσκος του ξέσπασε μ’ ένα κύμα σάλιου και χαράς. Την ίδια στιγμή, μια δεύτερη έκρηξη ανάμεσα στα σκέλια του απάντησε στα πελώρια νυχτερινά μάτια της που τον κάρφωναν. Μια αόρατη ουσία αποσπάστηκε από το εγκαταλελειμμένο κορμί και το αρχέγονο έδεσμα έπεσε στην κηλιδωμένη απ’ το σπέρμα του ποδιά. Ο νεαρός άνδρας απόμεινε εκεί καθισμένος και ξέπνοος, σαν πέτρινος άνθρωπος της Πομπηίας.
Ο γέρος σηκώθηκε αναστενάζοντας από τη φωτιά. «Θάψτε τον, μην τον φάνε τα αγρίμια» είπε στους νεώτερους.